πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών
άρθρο:Σπύρος Μανουσέλης
Πώς εξηγείται (επιστημονικά) η παρουσία της μουσικής στη ζωή μας;
Η σύνθεση και η απόλαυση της μουσικής αποτελούν, απ’ όσο γνωρίζουμε, αποκλειστικό προνόμιο του ανθρώπινου είδους, έκφραση των ιδιαίτερων νευροψυχολογικών προδιαγραφών του. Mέχρι πρόσφατα, όμως, παρέμενε ακατανόητη η «μαγική» δύναμη που έχει η μουσική να μας επηρεάζει και να μας αναστατώνει βαθύτατα, προκαλώντας μας τα πιο αντιφατικά συναισθήματα: από την υπέρμετρη χαρά-αισιοδοξία έως την πιο αβάσταχτη απαισιοδοξία και θλίψη.
Το πώς γίνεται αντιληπτή η μουσική από τον εγκέφαλό μας και πώς μέσω αυτού καταφέρνει να επηρεάζει την ψυχική μας διάθεση υπήρξε αντικείμενο συστηματικής διερεύνησης μόνο τα τελευταία χρόνια.
Χάρη, μάλιστα, στην ανάπτυξη των νέων τεχνικών απεικόνισης του εγκεφάλου, οι ειδικοί είναι πλέον σε θέση όχι μόνο να εντοπίζουν επακριβώς την επίδραση της μουσικής στον εγκέφαλό μας, αλλά και να την παρακολουθούν ζωντανά.
Στο σημερινό άρθρο θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε τις πιο πρόσφατες επιστημονικές ανακαλύψεις σχετικά με τη φύση και τη λειτουργία της «μουσικοφιλίας»: της πανανθρώπινης δηλαδή ικανότητας για μουσική αντίληψη-δημιουργία.
H ανάγκη μας για μουσική είναι καθολική, διαχρονική και πανανθρώπινη ώστε εύλογα θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι είναι «έμφυτη» στην ανθρώπινη φύση.
Για να περιγράψει αυτή τη μοναδική σχέση των ανθρώπων με τη μουσική, ο διαπρεπής νευρολόγος Ολιβερ Σακς (Oliver Sacks) εισήγαγε τον όρο «μουσικοφιλία» την οποία θεωρεί εκδήλωση των ιδιαίτερων νευροεγκεφαλικών προδιαγραφών του είδους μας.
Στο ομότιτλο βιβλίο του «Μουσικοφιλία» (κυκλοφορεί από τις εκδ. Αγρα), το ανθρώπινο είδος περιγράφεται ως το μόνο πραγματικά «φιλόμουσο ζωικό είδος» πάνω στη Γη.
Υποψιαζόμαστε ότι πολλοί αναγνώστες θα διαφωνήσουν με αυτήν την ξεδιάντροπα «ανθρωποκεντρική» ή και «ναρκισσιστική» άποψη.
Ενδέχεται, μάλιστα, να αντιτείνουν ως αντιπαραδείγματα το υπέροχο κελάηδημα των πτηνών, τη «μουσική» του ανέμου όταν περνά μέσα από τα φύλλα των δέντρων ή ακόμη και τη «μουσική των ουράνιων σωμάτων», π.χ. των πλανητών του Γαλαξία μας, που καταγράφουν τα πανίσχυρα ραδιοτηλεσκόπιά μας.
Κανείς βέβαια δεν αμφισβητεί την ενδεχόμενη ακουστική «ομορφιά» αυτών των φαινομένων. Το ερώτημα, ωστόσο, είναι αν πρόκειται όντως για «μουσική», δηλαδή για κάτι συγκρίσιμο με την πιο κοινότοπη, έστω, έννοια της ανθρώπινης μουσικής δημιουργίας.
Αντίθετα με ό,τι ισχύει για την ανθρώπινη μουσική, το κελάηδημα των πτηνών -ακόμη και των επονομαζόμενων «ωδικών»- έχει μια αρκετά απλή, μονότονη και επαναλαμβανόμενη ηχητικά δομή, η οποία είναι βιολογικά προδιαγεγραμμένη ώστε να εξυπηρετεί τις περιορισμένες επικοινωνιακές ανάγκες των πτηνών (εκδηλώσεις ερωτοτροπίας, βίας, προειδοποίηση της ομάδας για κάποια απειλή κ.ά.).
Απομυθοποιώντας επιστημονικά τις «αιθέριες» μουσικές απολαύσεις
Απ’ ό,τι φαίνεται λοιπόν, μόνο εμείς οι άνθρωποι έχουμε τη βιολογική πολυτέλεια να δημιουργούμε, να αναπαράγουμε και να απολαμβάνουμε τη μουσική. Ομως για ποιο λόγο η εξέλιξή μας ευνόησε την ανάδυση τέτοιων δήθεν «αιθέριων» και καταφανώς «άχρηστων» για την επιβίωσή μας φιλόμουσων συμπεριφορών;
Αυτό το βασανιστικό ερώτημα φαίνεται πως είχε προβληματίσει και τον Κάρολο Δαρβίνο, πατέρα της σύγχρονης εξελικτικής θεωρίας, ο οποίος το 1871 έγραφε στο βιβλίο του «Η καταγωγή του ανθρώπου»: «Δεδομένου ότι ούτε η απόλαυση ούτε η ικανότητα παραγωγής της μουσικής είναι χρήσιμες έστω και στο παραμικρό για τον άνθρωπο [… ] πρέπει να καταχωριστούν μεταξύ των πλέον μυστηριωδών από τις δεξιότητες με τις οποίες είναι προικισμένος».
Προφανώς δεν πρόκειται για την αφελή ή απλοϊκή άποψη ενός συντηρητικού βικτοριανού, αλλά για τη θεμελιώδη επιστημονική απορία ενός από τους μεγαλύτερους ανανεωτές της ανθρώπινης σκέψης.
Η εμφανής αδυναμία της εξελικτικής θεωρίας και ευρύτερα της βιολογικής σκέψης της βικτοριανής εποχής να εξηγήσουν τη λειτουργία της μουσικής και τη σημασία της για την επιβίωση του είδους μας θα οδηγήσει, κατά τα τέλη του 20ού αιώνα, στις σύγχρονες αναζητήσεις των επιστημών του εγκεφάλου (νευροεπιστήμες, γνωσιακή ψυχολογία, κ.ά.), οι οποίες -χωρίς να το έχουν θέσει εξαρχής ως στόχο τους!- κατάφεραν τελικά στις μέρες μας να αποκαλύψουν τις βασικές νευροψυχολογικές προϋποθέσεις για την απόλαυση της μουσικής.
Παρ’ όλα αυτά, αρκετοί επιφανείς επιστήμονες εξακολουθούν ακόμη και σήμερα να υποστηρίζουν ότι η εμφάνιση και η ανάπτυξη των μουσικών μας ικανοτήτων είναι ένα δευτερεύον και μάλλον τυχαίο, εξελικτικά, γεγονός.
Για παράδειγμα, ο διάσημος γνωσιακός ψυχολόγος Στίβεν Πίνκερ (S. Pinker) υποστηρίζει ότι η μουσική δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα εξωγενές «ακουστικό γλύκισμα» το οποίο, όταν εισέρχεται στον ανθρώπινο εγκέφαλο, μπορεί να μας δημιουργεί ψυχολογική εξάρτηση και κυριολεκτικά να μας «μαγεύει» επειδή εγκαθίσταται και εκμεταλλεύεται τα εγκεφαλικά κέντρα της ευχαρίστησης, τα οποία ήδη υπήρχαν και είχαν διαφοροποιηθεί για να επιτελούν διαφορετικές λειτουργίες.
Στην πραγματικότητα ο Πίνκερ και μαζί με αυτόν πολλοί ειδικοί πιστεύουν ότι, από εξελικτική άποψη, η μουσική (και οι άλλες καλές τέχνες) δεν επιτελούν καμία θεμελιώδη προσαρμοστική λειτουργία, είναι απλώς τα «υποπροϊόντα» της πολύπλοκης λειτουργίας του εγκεφάλου μας!
Αυτή η «σκληρή» επιστημονικοφανής άποψη παραβλέπει, ωστόσο, πολλά νέα εμπειρικά και πειραματικά δεδομένα σχετικά με τη λειτουργία της μουσικής. Για παράδειγμα, πλήθος ερευνών επιβεβαιώνουν ότι, τόσο για τις ανθρώπινες κοινωνικές ομάδες όσο και για τα μεμονωμένα πρόσωπα, η μουσική αποτελεί έναν ιδιαίτερα αποτελεσματικό τρόπο μετάδοσης μη λεκτικών συναισθημάτων: τα αισθήματα που βιώνουμε όταν ακούμε ένα μουσικό έργο ταυτίζονται εντυπωσιακά με εκείνα των συνανθρώπων μας που μοιράζονται μαζί μας αυτή τη μουσική εμπειρία.
Επιπλέον, καταγράφοντας την εγκεφαλική δραστηριότητα και τις ψυχολογικές αντιδράσεις των ατόμων που ακούν ένα ορισμένο μουσικό κομμάτι οι ειδικοί διαπίστωσαν ότι οι περισσότεροι άνθρωποι, μολονότι ενδέχεται να έχουν διαφορετική μουσική παιδεία ή να ανήκουν σε διαφορετικές πολιτισμικές-εθνικές παραδόσεις, εκδηλώνουν συνήθως πανομοιότυπες και προβλέψιμες συναισθηματικές αντιδράσεις στο άκουσμα της συγκεκριμένης μουσικής.
Και, υπό αυτήν την έννοια, η μουσική αποτελεί όντως έναν πανανθρώπινο τρόπο επικοινωνίας που αποδεικνύεται εξίσου αποτελεσματικός με τη λεκτική-γλωσσική επικοινωνία.
Και η γοητεία της μουσικής; Είναι μόνο… «εγκεφαλική»!
Δεν θα έπρεπε λοιπόν καθόλου να μας ξενίζει το ότι τόσο οι ανθρωπολογικές όσο και οι παλαιοντολογικές μελέτες επιβεβαιώνουν τη διαχρονική και επίμονη παρουσία της μουσικής σε όλους τους ανθρώπινους πολιτισμούς και σε όλες τις ιστορικές εποχές: τα παλαιότερα μουσικά όργανα που έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα είναι οστέινοι αυλοί ηλικίας τουλάχιστον 40 χιλιάδων χρόνων.
Και θα πρέπει, κατά την προϊστορία, να υπήρξαν και άλλα μουσικά όργανα, όπως π.χ. τύμπανα που οι μακρινοί πρόγονοί μας χρησιμοποιούσαν για την επικοινωνία αλλά και για τη διασκέδασή τους.
Το γεγονός ότι η μουσική αποτελεί μια μόνιμη παρουσία στη ζωή των ανθρώπων καθώς και το ότι επιτελεί μια σημαντική επικοινωνιακή λειτουργία επέβαλε στη σύγχρονη επιστήμη να αναζητήσει το κοινό σε όλους τους ανθρώπους υπόστρωμα της μουσικοφιλίας, δηλαδή τις εγκεφαλικές προϋποθέσεις της.
Και σε αυτό το πεδίο έρευνας η πρόοδος των γνώσεών μας υπήρξε εντυπωσιακή τις τελευταίες δεκαετίες.
Οι πρώτες σαφείς ενδείξεις για την πρόσληψη, την επεξεργασία και την απολαυστική εσωτερίκευση της μουσικής από τον ανθρώπινο εγκέφαλο προήλθαν από τη νευρολογική έρευνα των δυσλειτουργιών κατά την εκτέλεση αυτών των τριών βασικών «πράξεων» κάθε μουσικής εμπειρίας.
Δυσλειτουργίες που οφείλονται σε παθολογίες και νευροεκφυλιστικές ασθένειες, οι οποίες ενίοτε εκδηλώνονται ως «αμουσία», ως διαταραχές δηλαδή κατά την πρόσληψη ή την επεξεργασία της μουσικής.
Η κλινική μελέτη ασθενών που είχαν υποστεί ένα σοβαρό εγκεφαλικό ή καρδιακό επεισόδιο, που έπασχαν από επιληπτικές κρίσεις ή είχαν αναπτύξει έναν εγκεφαλικό όγκο, έδειξε ότι αυτές οι τρεις πράξεις μουσικής αντίληψης διαφοροποιούνται όχι μόνο λειτουργικά αλλά και τοπολογικά: κάθε μια από αυτές τελείται από ένα διαφορετικό εγκεφαλικό σύστημα.
Μάλιστα, μέσω των νέων τεχνικών απεικόνισης του εγκεφάλου, έγινε εφικτός ο ακριβής ανατομικός εντοπισμός των εγκεφαλικών συστημάτων που, όταν πλήττονται από αυτές τις νευρολογικές παθήσεις, προκαλούν σοβαρές αλλοιώσεις της μουσικής εμπειρίας.
Ετσι έγινε σαφές ότι πίσω από κάθε μουσική εμπειρία μας κρύβεται πάντα κάποιο εγκεφαλικό κύκλωμα που αναλαμβάνει τη λεπτομερή ανάλυση αλλά και τη δημιουργική επανασύνθεση κάθε ηχητικού σήματος που φτάνει από τα αυτιά στον εγκέφαλό μας.
Τα επιμέρους δομικά στοιχεία κάθε μουσικής εμπειρίας είναι το ύψος, η χροιά, ο ρυθμός, η μελωδία και η αρμονία.
Και όπως προκύπτει από όλες τις μέχρι σήμερα έρευνες, αυτά τα επιμέρους δομικά στοιχεία δεν τα επεξεργάζεται ο εγκέφαλός μας σε ένα ενιαίο και μοναδικό «κέντρο για τη μουσική».
Συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: στον εγκέφαλό μας υπάρχουν πολλά, τουλάχιστον 14, συστήματα για την επεξεργασία της μουσικής, τα οποία είναι διάσπαρτα κατανεμημένα στα δύο εγκεφαλικά ημισφαίρια (κυρίως πάνω στον άνω βρεγματικό και στον κογχο-μετωπιαίο φλοιό), την παρεγκεφαλίδα και σε υποφλοιώδεις δομές, όπως π.χ. η αμυγδαλή.
Οσο για την ενιαία και πολύ προσωπική εμπειρία ενός μουσικού έργου, αυτή εξαρτάται και αναδύεται από τη σχεδόν ταυτόχρονη ενεργοποίηση όλων αυτών των ημιαυτόνομων (ανατομικά) αλλά και στενότατα συνδεμένων (λειτουργικά) εγκεφαλικών συστημάτων!
Την επόμενη εβδομάδα θα παρουσιάσουμε τις γνωσιολογικές και αισθητικές ανατροπές που επιφέρει η νέα επιστημονική αντίληψη για τη μουσική, καθώς και τις θεραπευτικές-παιδαγωγικές πρακτικές που προκύπτουν από αυτήν.
Το απόλυτο βιβλίο για τα δώρα και τις παθολογίες της μουσικής
Πώς ακριβώς συλλαμβάνουμε και πώς επεξεργαζόμαστε ένα μουσικό έργο τέχνης; Ποιος το συνθέτει και ποιος το απολαμβάνει;
Διαβάζοντας τη «Μουσικοφιλία» διαπιστώνει κανείς ότι ακόμη και στα φαινομενικά πιο «απλά» ερωτήματα σχετικά με τη μουσική αντίληψη δεν υπάρχουν καθόλου απλές ή προφανείς επιστημονικές απαντήσεις.
Στο βιβλίο, ο επιφανής νευρολόγος και επιτυχημένος συγγραφέας Ολιβερ Σακς (γνωστός στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό αφού τα περισσότερα βιβλία του έχουν μεταφραστεί) παρουσιάζει, με πολύ απλό τρόπο, πλήθος νευρολογικών παθήσεων (μουσικογενής επιληψία, αμουσία, μουσικές ψευδαισθήσεις, κ.λπ.), οι οποίες όχι μόνο μας διαφωτίζουν επαρκώς για τις πολυάριθμες παθολογίες της μουσικής εμπειρίας, αλλά κυρίως μας αποκαλύπτουν τις περίπλοκες αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στη μουσική και τον ανθρώπινο εγκέφαλο.
Η περιγραφή αυτών των παθολογιών επιτρέπει στον συγγραφέα να μας αποκαλύψει το αδιαφανές σωματικό, δηλαδή νευροβιολογικό υπόστρωμα κάθε μουσικής εμπειρίας· και πρωτίστως τις ανεξάλειπτες και πανταχού παρούσες εγκεφαλικές προϋποθέσεις της!
Με την εντυπωσιακή ευρυμάθεια και τη χαρακτηριστική ενσυναίσθησή του, ο Ολιβερ Σακς μάς αποκαλύπτει τον χώρο που καταλαμβάνει η μουσική στον ανθρώπινο εγκέφαλο και τον τρόπο που επηρεάζει την ανθρώπινη συμπεριφορά.
Το βιβλίο, άριστα μεταφρασμένο από τον Κώστα Πόταγα και την Αννυ Σπυράκου, εξετάζει την επίμονη και δημιουργική παρουσία της μουσικής στη ζωή όλων μας.
Και το επιτυγχάνει παρουσιάζοντας παραδείγματα και εξατομικευμένες εμπειρίες από ασθενείς, μουσικούς και καθημερινούς ανθρώπους.
Η γοητεία της διήγησης τέτοιων μεμονωμένων ιατρικών περιστατικών σε συνδυασμό με την απλή και κατανοητή περιγραφή των επίσημων ιατρικών εξηγήσεων της κάθε περίπτωσης προσφέρουν στον μη ειδικό αναγνώστη τη δυνατότητα να αναθεωρήσει πολλές προκαταλήψεις του σχετικά με τη δήθεν «αιθέρια» πραγματικότητα της μουσικής.
Last modified: 19 Δεκεμβρίου 2015