Οι σαρωτικές αναδιαρθρώσεις που βιώνουµε στο χώρο της παιδείας και της υγείας τα τελευταία χρόνια σχετίζονται όχι µόνο µε τους δηµοσιονοµικούς στόχους και την επιτήρησή τους αλλά και µε τη µακροπρόθεσµη ταξική στρατηγική της εξυπηρέτησης των αναγκών του κεφαλαίου σε βάρος της εργασίας, ιδιαίτερα την εποχή της κρίσης και των Μνηµονίων.
Tης Αιμιλίας Τσαγκαράτου
Μέχρι τα µέσα της δεκαετίας του 1980, υπήρχε σχετική µαζικοποίηση της εκπαίδευσης, µε δυνατότητα πρόσβασης σε αυτήν ακόµα και των πιο φτωχών λαϊκών στρωµάτων. Αυτό ήταν αποτέλεσµα και της µαζικήςτυποποιηµένης παραγωγής και της εκµετάλλευσης, στηριζόµενης στην απόσπαση της σχετικής υπεραξίας, άρα της ανάγκης του κεφαλαίου για οµοιόµορφο εργατικό δυναµικό, µαζί και των ισχυρών εργατικών και εκπαιδευτικών κινηµάτων της εποχής που επέβαλλαν τις «ίσες ευκαιρίες στη µόρφωση» – όσο «ίσες» µπορούν να είναι σε οποιοδήποτε στάδιο του καπιταλισµού. Ταυτόχρονα η γνώση, το «να µάθει το παιδί γράµµατα», είχε σοβαρό ιδεολογικό, κοινωνικό και πολιτικό φορτίο ευρύτερα στην εργατική τάξη σαν µέσο βελτίωσης της θέσης της ή και συνολικής χειραφέτησής της.
Από τη δεκαετία του 1980 και κυρίως του 1990 και µετά η εντατικοποίηση στην εργασία, οι αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, η ανάγκη για απόσπαση και απόλυτης υπεραξίας από τους εργαζόµενους οδήγησαν σε ριζικές αλλαγές στην εκπαίδευση. Τα σχολεία των «ίσων ευκαιριών» ονοµάστηκαν «σχολεία του διαβόλου» από τον Κολ στη Γερµανία, τον Ρέιγκαν στις ΗΠΑ και τη Θάτσερ στη Μεγάλη Βρετανία. Από τότε µπήκαν και τα θεµέλιαόλων των συντηρητικών, αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων στην εκπαίδευση ανά τον κόσµο, µε κοινό παρανοµαστή την προσπάθεια να γίνει η εκπαίδευση «λειτουργικότερη, αποδοτικότερη και αποτελεσµατικότερη», έτσι ώστε και ο µελλοντικόςεργαζόµενος να αποκτήσει κι αυτός µε τα σειρά του τα ίδια χαρακτηριστικά.
Οι αναδιαρθρώσεις αυτές επιταχύνονται εξαιρετικά και βαθαίνουν ποιοτικά εξαιτίας της κρίσης και της προσπάθειας του συστήµατος να την αντιµετωπίσειάµεσα όσο και µακροπρόθεσµα. Οι επιπτώσεις τους στη ζωή της λαϊκής οικογένειας αφορούν όχι µόνο την οικονοµική πλευρά, αν και είναι η πιο εµφανής, αλλά και το µελλοντικό εργασιακό τοπίο, την προσπάθεια να εµπεδωθεί και ιδεολογικά ότι οι ανάγκες των µαθητών, της νεολαίας, των εργαζοµένων ταυτίζονται µε τις ανάγκες του συστήµατος.
Διδάσκοντας στο κενό
Συνήθως µε την έναρξη της σχολικής χρονιάς οι εφηµερίδες και τα ΜΜΕ επικεντρώνουν στην «οικονοµική επιβάρυνση» της ελληνικής οικογένειας που έχει παιδιά στο σχολείο ή στο πανεπιστήµιο. Με επετειακή ευλάβεια µας ενηµερώνουν για το «πόσα πληρώνει η οικογένεια για το φροντιστήριο, τις ξένες γλώσσες και τις εξωσχολικές δραστηριότητες», «πόσο κοστίζει ο φοιτητής /φοιτήτρια που σπουδάζει σε άλλη πόλη». Κι αυτό όχι για να αναδειχθεί η ανάγκη της ενίσχυσης της δηµόσιας εκπαίδευσης, αλλά για να κουνήσουν το δάχτυλο στο «κακό και αναποτελεσµατικό» δηµόσιο σχολείο και στον εκπαιδευτικό του.
Είναι γεγονός ότι η οικονοµική επιβάρυνση των εργαζοµένων που τα παιδιά τους είναι µαθητές ή φοιτητές είναι µια από τις σοβαρές πλευρές µιας εκπαιδευτικής πολιτικής που χρόνια τώρα υποβαθµίζει συνειδητά -και που την τελευταία πενταετία ξεθεµελιώνει µε συνέπεια- ό,τι έχει αποµείνει από τη δηµόσια εκπαίδευση σε όλες τις βαθµίδες. Οι δαπάνες έχουν µειωθεί από το 2009 κατά 40% και τα τελευταία χρόνια στερεί από τα σχολεία και τα πανεπιστήµιαακόµα και τα στοιχειώδη για τη λειτουργία τους. Οι συνολικές δηµόσιες δαπάνες της Ελλάδας ως ποσοστό του ΑΕΠ ανέρχονται στο 3,9%, µε το µέσο όρο της Ευρωζώνης να ανέρχεται στο 5% και της Ευρώπης των 25 στο 5,2%. Σηµειώνεται ότι αυτό αποτελεί το χαµηλότερο ποσοστό στην Ευρωζώνη και το τρίτο χαµηλότερο σε όλη την Ευρώπη µετά τη Μάλτα και τη Ρουµανία (3,4%). Επίσης, η χώρα µας κατέχει ακόµη ένα αρνητικό ρεκόρ, καθώς η οικονοµική βοήθεια προς τους µαθητές που αντιµετωπίζουνπροβλήµατα, ανέρχεται στο 2,1% των συνολικών δηµόσιων δαπανών για την εκπαίδευση. Στη ζώνη του ενιαίου νοµίσµατος, µόνον η Πορτογαλία διαθέτει χαµηλότερο ποσοστό ενίσχυσης στους οικονοµικάαδύναµους µαθητές.
Τα χιλιάδες κενά που υπάρχουν στην εκπαίδευση λόγω της πολιτικής των µη µόνιµωνδιορισµών τα τελευταία χρόνια και του µικρούαριθµού προσλήψεων αναπληρωτών από τον κρατικό προϋπολογισµό επιβαρύνουν κυρίως τη λαϊκή, φτωχή οικογένεια που στέλνει τα παιδιά της στο δηµόσιο σχολείο. Στην πρωτοβάθµια εκπαίδευση αυτό φαίνεται µε το χτύπηµα κυρίως του ολοήµερου σχολείου που καλείται να λειτουργήσει και χωρίς δάσκαλο (!), µε την αύξηση των µαθητών ανά τµήµα, µε τη διάλυση ουσιαστικά της ειδικής αγωγής που κρατά πολλά παιδιά µε ειδικές ανάγκες στο σπίτι. Ταυτόχρονα οι αντισταθµιστικοίθεσµοί –ενισχυτική διδασκαλία, πρόσθετη διδακτική στήριξη, τάξεις υποδοχής– είτε κρατιούνται «µε νύχια και µε δόντια» είτε αναµένουν την ελεηµοσύνη των ευρωπαϊκών κονδυλίων του ΕΣΠΑ για να ξεκινήσουν τη λειτουργία τους, συνήθως κάποιους µήνες µετά την έναρξη της σχολικής χρονιάς.
Το ΕΣΠΑ πια χρησιµοποιείται για να καλύψει –τρόπος του λέγειν– ακόµα και πάγιες ανάγκες των σχολείων. Χρήµατα των εργαζοµένων, πληρωµένα πολλαπλάσια από τα ψίχουλα που µας επιστρέφουν, αφού για κάθε ένα ευρώ που παίρνουµεπληρώνουµε οχτώ στα ευρωπαϊκά ταµεία, χρηµατοδοτώντας δηλαδή το µεγάλο ευρωπαϊκό κεφάλαιο. Το ΕΣΠΑ δεν είναι ευλογία, όπως παρουσιάζεται από τους θερµούς θιασώτες της ΕΕ και των πολιτικών της. Αντίθετα, στερεί τον εργαζόµενο από την ύπαρξη µόνιµων εκπαιδευτικών στα σχολεία των παιδιών του. ∆εν επιτρέπει να υπάρχουν µόνιµες καθαρίστριες, σχολικοί φύλακες και το βοηθητικό προσωπικό που χρειάζεται το σχολείο για να λειτουργήσει µε ασφάλεια και αξιοπρέπεια. Γιατί όλη πια η λογική στην εργασία είναι αυτή: συµβάσειςολιγόµηνες, µε ελάχιστους µισθούς και εργασιακούς όρους του περασµένου αιώνα.
Ωστόσο οι συνέπειες της ριζικής αντιδραστικής τοµής που επιχειρείται σε όλα τα επίπεδα της εκπαίδευσης είναι πολύ πιο βαθιές και µακροπρόθεσµες. Έχουν σχέση όχι µόνο µε το παρόν αλλά και µε το µέλλον των επόµενων γενιών των εργαζοµένων και φυσικά δεν είναι µόνο απότοκες της κρίσης.
Μία από τις πιο εµφανείς συνέπειες αυτής της τοµής είναι η αύξηση της σχολικής διαρροής. Η τάση (µε βάση στοιχεία ως το 2011) είναι να ανεβαίνει πάνω από τον ευρωπαϊκό µέσο όρο (περίπου 13%), ενώ η αύξηση της φτώχειας και της αδυναµίας πολλών οικογενειών να στηρίξουν τη διαδροµή των παιδιών τους στην εκπαίδευση δείχνει ότι η πρόωρη εγκατάλειψη του σχολείου θα πάρει ανησυχητικές διαστάσεις. Η συνολική εικόνα θα φανεί κυρίως µε την ολοκλήρωση της εφαρµογής των πολλαπλών εξεταστικών φραγµών του «Νέου» Λυκείου. Ήδη ο αριθµός των µεταξεταστέων της φετινής Α΄ Λυκείου µε την εφαρµογή της Τράπεζας Θεµάτων έφτασε το 16% σε αντίθεση µε το 4,2% πέρυσι, ενώ µένει να δούµε πόσοι απόφοιτοι γυµνασίου αποφάσισαν να µη συνεχίσουν τη φοίτηση στο λύκειο, θεωρώντας ότι δεν µπορούν να ανταποκριθούν στον άκρατο εξεταστικό ανταγωνισµό και στο δυσθεώρητο οικονοµικό βάρος που αυτός δηµιουργεί. Με όρους του 21ου αιώνα, φαίνεται να επανερχόµαστε στις µεταπολεµικές καταστάσεις, όπου «αφού το παιδί δεν παίρνει τα γράµµατα, δεν υπάρχει λόγος να συνεχίσει το σχολείο».
Πολύ συζήτηση γίνεται για την περίφηµη «µαθητεία» που εφαρµόζεται στην Τεχνική-Επαγγελµατική Εκπαίδευση ελέω ΕΣΠΑ. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η κυβέρνηση προσπαθούν να την παρουσιάσουν σαν µέτροαντιµετώπισης της ανεργίας, αφού οι 15χρονοι µαθητές θα έχουν τη δυνατότητα να απασχολούνται σε επιχειρήσεις που συµπράττουν στο πρόγραµµα και θα αποκτούν ταυτόχρονα εργασιακή εµπειρία. Η αλήθεια είναι ότι, µπροστά στο τεράστιο φάσµα της ανεργίας της νεολαίας, για την εργαζόµενη οικογένεια το µέτρο αυτό µπορεί να φαίνεται προσωρινά ανακουφιστικό. Έτσι, η ανάγκη των επιχειρήσεων για φτηνό έως ουσιαστικά απλήρωτο και ανασφάλιστο εργατικό δυναµικό το οποίο θα αντικαταστήσει τους παλιότερους εργαζόµενους µε τον καλύτερο µισθό και τα δικαιώµατα, παρουσιάζεται σαν επίσης ανάγκη και σανίδα σωτηρίας των παιδιών εκείνων που «δεν παίρνουν τα γράµµατα». Άρα η µαθητεία φαίνεται να είναι µια κάποια λύση σε ένα εργασιακό περιβάλλον όπου η νεανική ανεργία καλπάζει στο 64%.
Για ποια µαθητείαόµως µιλάµε και σε ποιο παραγωγικό περιβάλλον; ∆εν θα δίνει ούτε καν τη δυνατότητα γνωριµίας µε ένα πόστο εργασίας. Πολύ περισσότερο, δε θα είναι µια (έστω) κακοπληρωµένη πλήρης θέση εργασίας, αλλά αντίθετα θα συµβάλλει στη γενίκευση της ελαστικοποίησης και τη µονιµοποίηση της εργασιακής ανασφάλειας και των µοντέλων «κοινωφελούς» εργασίας. Θα αποτελεί παροχή επιδοτήσεων και απαλλαγών, για τις ορέξεις κάθε εργοδότη, τροφοδότησής του µε τζάµπα εργασία. Ενώ οι εκπαιδευτικές δοµές, και κυρίως η Τεχνική Επαγγελµατική Εκπαίδευση, θα έχουν την τύχη των Κέντρων ∆ιά Βίου Μάθησης (πρώην ΚΕΚ), όπου το κοµµάτι της κατάρτισης έχει υποβαθµιστεί πλήρως σε όφελος του ρόλου του γραφείου «ενοικίασης» εργαζοµένων.
Ταυτόχρονα, η εµπέδωση της λογικής του ανταγωνισµού, της ατοµικής προσπάθειας για επιβίωση µέσα σε ένα σκληρά ανταγωνιστικό εκπαιδευτικό σύστηµα –όπως φαίνεται κυρίως στο «Νέο» Λύκειο– και της αντίληψης ότι το δηµόσιο εκπαιδευτικό σύστηµα είναι «ανίκανο» να ανταποκριθεί «στις ανάγκες των καιρών» οδηγεί τη λαϊκή οικογένεια σε πολλές οικονοµικές θυσίες, για να µπορέσει να ανταπεξέλθει στα παραπάνω.
Η αξιολόγηση των σχολείων και των εκπαιδευτικών αποτελεί επίσης σοβαρό πλήγµα στο δηµόσιο σχολείο και τη λαϊκή οικογένεια, της οποίας τα παιδιά φοιτούν σε αυτό. Η λογική της κατηγοριοποίησης των σχολείων σε «καλά» και «µη αποδοτικά» µέσω της αξιολόγησής τους, η οποία ήδη εφαρµόζεται στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες και στις ΗΠΑ, το µόνο που έχει καταφέρει µέχρι τώρα είναι να τιµωρήσει τα σχολεία κυρίως των φτωχών περιοχών είτε µε µείωση της χρηµατοδότησής τους στην περίπτωση που δεν πιάνουν τους στόχους που επιβάλλονται από το κράτος είτε µε το κλείσιµό τους.
Πιο χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγµατα των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας, όπου χιλιάδες σχολικές µονάδες έχουν κλείσει. Η πιο σοβαρή πλευρά είναι η χρήση των επιδόσεων των µαθητών και της µέτρησής τους µέσω αλλεπάλληλων εξεταστικών διαδικασιών ως βασικό παράγοντα για την αξιολόγηση των σχολείων. Στις χώρες που ήδη εφαρµόζεται αυτό υπάρχουν σοβαρές φωνές αντίστασης από γονείς, µαθητές και εκπαιδευτικούς, καθώς οι µαθητές από τα πιο ευάλωτα και φτωχά κοινωνικά στρώµατα στην κυριολεξία πετιούνται στο δρόµο, αναδεικνύοντας έτσι τον πραγµατικό στόχο της αξιολόγησης και τις ολέθριες συνέπειές της για τα παιδιά και το σχολείο.
Ανάγκη για δηµόσιο και δωρεάν εκπαιδευτικό σύστηµα
Η απαξίωση της γενικής γνώσης και µόρφωσης και η αντικατάστασή τους µε τις δεξιότητες είναι ένας από τους βασικούς πυλώνες της συντηρητικής αναδιάρθρωσης της εκπαίδευσης. Το σχολείο και το πανεπιστήµιο δεν θεωρούνται πια χώροι όπου θα πρέπει να συζητιέται και να µεταδίδεται όλος ο πλούτος της ανθρώπινης γνώσης, της επιστήµης και του πολιτισµού. Χρήσιµο πλέον θεωρείται ό,τι πουλιέται σε «πακέτα» προς κατανάλωση, είτε για την προετοιµασία των εξετάσεων είτε για την είσοδο στην αγορά εργασίας – και τα δύο φυσικά µε πολύ χειρότερους όρους από εκείνους των προηγούµενων χρόνων. Αυτό που κυριαρχεί πια στην εκπαιδευτική διαδικασία είναι είτε οι αποσπασµατικές πληροφορίες και η αποθέωση της απόκτησής τους µέσα από το διαδίκτυο ή τα σεµινάρια µιας χρήσης είτε η απόκτηση «εργασιακής εµπειρίας» µέσω της σύγχρονης δουλεµπορικής µαθητείας. Η απόκτηση της γνώσης και της εργασιακής εµπειρίας µετατρέπεται σε «ατοµικήδιαδροµή» που δεν έχει πια τόσο ανάγκη τη συλλογική διαδικασία ενός οργανωµένουδηµόσιου εκπαιδευτικού συστήµατος ή µιας συλλογικής εργασιακής εµπειρίας µε κατακτήσεις και δικαιώµατα.
Η αστική τάξη φροντίζει να έχει για τα παιδιά της εκπαίδευση ολοκληρωµένη, που δεν υποτιµά πλευρές της ανθρώπινης γνώσης όπως τη φιλοσοφία, που δίνει ευκαιρίες για επαφή µε το σύνολο των πολιτιστικών και επιστηµονικώνεπιτευγµάτων του ανθρώπου, προσφέροντάς τους έτσι και τη δυνατότητα να γίνουν και φορείς της συνολικής κουλτούρας και κοσµοθεωρίας της τάξης τους. Η αστική τάξη γνωρίζει καλά ότι µόνο έτσι µπορεί να διαµορφώσει τους όρους διαιώνισης της κυριαρχίας της, να φτιάχνει τη µελλοντική γενιά των «thinktanks».
Αυτό όµως που επιφυλάσσει ο καπιταλισµός για την εκπαίδευση των παιδιών των λαϊκών στρωµάτων κινείται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Ο νυν εκπαιδευόµενος και µελλοντικόςεργαζόµενος πρέπει να ξέρει απλά να γράφει και να διαβάζει, να κάνει στοιχειώδεις αριθµητικούςυπολογισµούς, να συνεννοείται µε υποτυπώδη τρόπο σε µια-δυο ξένες γλώσσες, να χειρίζεται υπολογιστή, να ενδιαφέρεται για την επιχείρηση και να είναι ευέλικτος. Η εκπαίδευση των δεξιοτήτων και της µαθητείας για τα παιδιά των λαϊκών στρωµάτων και της εργατικής τάξης δίνει από τη µια τη δυνατότητα στο σύστηµα για την υπερεκµετάλλευσή τους, στερώντας τους από την άλλη ό,τι θα ήταν και η µεγαλύτερηδύναµή τους: να έχουν τη συνολική εικόνα, να διαµορφώνουν άποψη, να κρίνουν, να αµφισβητούν, να χειραφετούνται. Το παλιό ρητό «άνθρωπος αγράµµατος, ξύλο απελέκητο» εξέφραζε ακριβώς αυτό που οι εργάτες επιθυµούσαν για τα παιδιά τους: µέσω της γνώσης να µπορέσουν να αλλάξουν οι ίδιοι αλλά και η κοινωνία.
Σήµερα λοιπόν µπορεί σε µεγάλη µερίδα των εργαζοµένων να φαίνεται η απόκτηση δεξιοτήτων και στενής κατάρτισης η καλύτερη λύση για τα παιδιά τους, έστω και βραχυπρόθεσµα. Ταυτόχρονα η σκληρή καθηµερινήπραγµατικότητα δείχνει ότι η λύση αυτή έχει πολύ κοντά πόδια: η κατάργηση του δικαιώµατος για µόνιµη δουλειά, η κατάργηση όλων εκείνων των δικαιωµάτων που µε σκληρούς αγώνες κατακτήθηκαν από τις προηγούµενες γενιές των εργατών θα πετά γρήγορα στο περιθώριο όσους δεν θα µπορούν να είναι «ανταγωνιστικοί». Πρέπει να γίνει λοιπόν κτήµα στους εργαζόµενους και στη νεολαία ότι µόνο η απόκτηση βασικών, στέρεων, επιστηµονικών γνώσεων και συνολικής αντίληψης, κρίσης, ιστορικότητας, συλλογικότητας είναι η ικανή βάση η οποία επιτρέπει την οικοδόµηση εξειδικεύσεων ή δεξιοτήτων για εργασία και την καλύτερη διαπραγµατευτικήδύναµη του εργαζόµενου στην αναζήτησή της. Αλλιώς θα πρέπει εφ’ όρου ζωής να φροντίζει µόνος του για την εκπαιδευτική του ανάπτυξη, θα είναι στο έλεος της ιδιωτικής κατάρτισης, του κάθε εργοδότη, της ανεργίας, της επισφάλειας και της ελαστικής, κακοπληρωµένης εργασίας.
Το σύνολο των εργαζοµένων χρειάζεται να διεκδικήσει πρόσβαση σε ένα εκπαιδευτικό σύστηµαδηµόσιο και δωρεάν, που θα προσφέρει ολοκληρωµένη γνώση. ∆ηµόσιο και δωρεάν, ώστε να πηγαίνουν όλοι κι όχι µόνο όποιος έχει να πληρώνει. Να είναι ενιαίο, δωδεκάχρονο βασικό σχολειό, µε δίχρονη προσχολική αγωγή, χωρίς διαχωρισµόανάµεσα στη χειρωνακτική και τη διανοητική εργασία, γιατί τα παιδιά έχουν δικαίωµα στην ολόπλευρη µόρφωση µέχρι τα 18 τους και όχι µόνο σε πέντε πληροφορίες για να µάθουν τα υπόλοιπα από τον εργοδότη.
Απαραίτητη προϋπόθεση σε όλα αυτά είναι η οικονοµική στήριξη της λαϊκής οικογένειας ώστε να µπορεί να σπουδάζει το παιδί της και ταυτόχρονα η αντιµετώπιση των προβληµάτων µε υποστηρικτικές δοµές µάθησης ικανές να αµβλύνουν τις ταξικές διαφορές. Στόχος είναι να κατακτιέται πραγµατικά η γνώση, να αποκτά ο µαθητής κριτική σκέψη και ικανότητα να ερµηνεύει τον κόσµο µε βάση τους νόµους της φύσης και της κοινωνίας και να τον αλλάζει. Ταυτόχρονα ένα ανοιχτό σύστηµαεπαγγελµατικής εκπαίδευσης (µε επαγγελµατικές ειδικότητες, παροχή γνώσεων και ουσιαστικής επάρκειας για την άσκηση επαγγέλµατος) θα ακολουθεί το 12χρονο σχολείο για όσα επαγγέλµατα δεν απαιτούν πανεπιστηµιακή µόρφωση, ενώ η πρόσβαση σε µια ενιαία πανεπιστηµιακή εκπαίδευση ανά πάσα στιγµή θα είναι ελεύθερη. Αυτή η παιδεία θ’ αµφισβητεί το ρόλο της υπάρχουσας, στην αναπαραγωγή της αστικής εξουσίας και των κοινωνικών τάξεων, γνωρίζοντας ότι θα µας πάει στον µέλλοντα χρόνο µιας κοινωνίας απελευθερωµένης από τα δεσµά του καπιταλιστικού κέρδους και τη µακροηµέρευση της ΕΕ και του κεφαλαίου.
Last modified: 17 Σεπτεμβρίου 2014