Μια ημέρα σαν σήμερα, στις 20 Δεκεμβρίου 1915, γεννήθηκε ο Τούρκος συγγραφέας, Αζίζ Νεσίν, στη νήσο Χάλκη της Κωνσταντινούπολης. Το πραγματικό του όνομα ήταν Μαχμούτ Νουσρέτ. Το Αζίζ ήταν το όνομα του πατέρα του που τον έχασε σε μικρή ηλικία.
Μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο και στα 19 του αποφάσισε να ακολουθήσει στρατιωτική καριέρα. Εισήλθε στη Σχολή Ευελπίδων της Τουρκίας και το 1939 ονομάσθηκε ανθυπολοχαγός πεζικού. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1944, δημοσιεύοντας ποιήματα και διηγήματα στη λογοτεχνική σελίδα της εφημερίδας «Μιλιέτ». Ένα χρόνο αργότερα αποτάχθηκε από το στρατό για τις αριστερές του πεποιθήσεις.
Για να εξασφαλίσει τα προς το ζην άνοιξε μπακάλικο, αλλά γρήγορα αποφάσισε ότι του ταίριαζε καλύτερα η δημοσιογραφία. Δούλεψε ως διορθωτής και συντάκτης ύλης σε εφημερίδες, ενώ τις απόψεις και τις ιδέες του διοχέτευσε στα διάφορα σατιρικά περιοδικά και εφημερίδες, που εξέδωσε μαζί με τον συνάδελφό του Σαμπαχατίν Αλί. Η κοινωνική και πολιτική κριτική που ασκούσε από τα έντυπά του, ενεργοποίησε τα αντανακλαστικά της λογοκρισίας και του εισαγγελέα. Το 1947 φυλακίστηκε επί δεκάμηνο για τις πολιτικές του ιδέες και εξορίστηκε για τέσσερις μήνες. Συνολικά πέρασε πεντέμισι χρόνια στη φυλακή.
Τον Σεπτέμβριο του 1955 συνελήφθη μαζί με άλλους αριστερούς ως υποκινητής του Πογκρόμ κατά των Ελλήνων της Πόλης. Γρήγορα, η κατηγορία κατέπεσε, αφού ήταν φανερό ότι τα «Σεπτεμβριανά», όπως έμειναν στην ιστορία, τα είχαν οργανώσει οι μηχανισμοί της κυβέρνησης Μεντερές. Την προσωπική του μαρτυρία κατέθεσε στο βιβλίο του «Να κρεμαστούν σαν τα τσαμπιά», το οποίο κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Καστανιώτη».
Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 ο Νεσίν ήταν από τους δημοφιλέστερους συγγραφείς στην Τουρκία και από τους λίγους που μπορούσαν να ζήσουν από το πνευματικό τους έργο, που εκτός από σατιρικά πεζογραφήματα περιλάμβανε θεατρικά έργα, ενθυμήματα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, ποίηση και δοκίμια. Το 1972, με δική του χρηματοδότηση άνοιξε τις πύλες του το Ίδρυμα Νεσίν, που παρείχε τροφή, στέγη και εκπαίδευση σε ορφανά.
Τη δεκαετία του ’80, όταν την Τουρκία κυβερνούσε η χούντα του στρατηγού Εβρέν, ο Νεσίν ύψωσε φωνή διαμαρτυρίας και ανέλαβε την πρωτοβουλία για τη γνωστή «Επιστολή των Διανοουμένων» («Aydünlar Dilekçeci»), που ασκούσε κριτική στο καθεστώς και ζητούσε την επαναφορά της Δημοκρατίας. Ακολούθησε φυσικά δίκη και καταδίκη.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του αφιερώθηκε στη μάχη κατά του θρησκευτικού φανατισμού και αναδείχθηκε ένας από τους ασυμβίβαστους επικριτές του Ισλάμ. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 άρχισε να μεταφράζει τους «Σατανικούς Στίχους» του Σαλμάν Ρούσντι, που ήταν καταδικασμένος σε θάνατο για το βιβλίο του αυτό από ισλαμικό φετφά για προσβολή του Προφήτη Μωάμεθ. Ο Νεσίν έγινε στόχος των ισλαμιστών στην Τουρκία και επικυρήχθηκε από έναν επιχειρηματία με το ποσό των 100.000 δολαρίων.
Στις 2 Ιουλίου 1993, ενώ παρακολουθούσε μια πολιτιστική εκδήλωση των Αλεβιτών στην πόλη Σιβάς (Σεβάστεια), ένα εξαγριωμένο πλήθος φανατικών μουσουλμάνων πολιόρκησε το ξενοδοχείο και στη συνέχεια το πυρπόλησε. Ο Αζίζ Νεσίν επέζησε, αλλά 37 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Η κυβέρνηση κατηγόρησε δια στόματος της πρωθυπουργού Τανσού Τσιλέρ τον ίδιο τον Νεσίν, επειδή είχε «προκαλέσει το πλήθος».
Ο Αζίζ Νεσίν με πολλά προβλήματα υγείας άφησε την τελευταία του πνοή στις 6 Ιουλίου 1995. Υπέστη καρδιακή προσβολή την ώρα που υπέγραφε βιβλία του σε βιβλιοπωλείο της Σμύρνης. Ο Αζίζ Νεσίν είναι ένας από τους βασικούς εκπροσώπους του κριτικού ρεαλισμού στα τουρκικά γράμματα. Στην πολιτική και κοινωνική του σάτιρα στηλιτεύει τα τρωτά της τουρκικής κοινωνίας, που δεν είναι και λίγα. Αγαπημένοι του ήρωες είναι οι άνθρωποι του λαού, εργαζόμενοι και άνεργοι.
Τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις στην Τουρκία και το εξωτερικό. Το 1991 ήλθε στην Αθήνα για να παραλάβει το βραβείο ελληνοτουρκικής φιλίας «Αμπντί Ιπεκτσί». Έργα του έχουν μεταφραστεί σε τριάντα γλώσσες και στα ελληνικά. Το πιο γνωστό είναι ο «Καφές και η Δημοκρατία», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Θεμέλιο».
Ακολουθεί το γνωστότερο ποίημα του γνωστού λογοτέχνη με τίτλο «Σώπα, μη μιλάς»:
Σώπα, μη μιλάς, είναι ντροπή
κοψ’ τη φωνή σου, σώπασε
κι επιτέλους
αν ο λόγος είναι άργυρος
η σιωπή είναι χρυσός.
Τα πρώτα λόγια, οι πρώτες λέξεις
που άκουσα από παιδί
έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα
μου έλεγαν: «Σώπα».
Στο σχολείο μου έκρυψαν την αλήθεια τη μισή
και μου έλεγαν: «Εσένα τι σε νοιάζει; Σώπα!»
Με φιλούσε το πρώτο αγόρι
που ερωτεύτηκα και μου έλεγε:
«Κοίτα, μην πεις τίποτα, και σώπα!».
Κοψ’ τη φωνή σου, μη μιλάς, σώπαινε.
Κι αυτό βάστηξε μέχρι τα είκοσί μου χρόνια.
Ο λόγος του μεγάλου, η σιωπή του μικρού.
Έβλεπα αίματα στα πεζοδρόμια
«Τι σε νοιάζει, μου έλεγαν,
θα βρεις το μπελά σου, τσιμουδιά, σώπα».
Αργότερα φώναζαν οι προϊστάμενοι:
«Μη χώνεις τη μύτη σου παντού,
κάνε πως δεν καταλαβαίνεις και σώπα».
Παντρεύτηκα κι έκανα παιδιά και τα έμαθα να σωπαίνουν.
Ο άντρας μου ήταν τίμιος κι εργατικός
κι ήξερε να σωπαίνει.
Είχε μάνα συνετή που του έλεγε «σώπα».
Στα χρόνια τα δίσεχτα οι γείτονες με συμβούλευαν:
«Μην ανακατεύεσαι, πες πως δεν είδες τίποτα και σώπα».
Μπορεί να μην είχαμε με δαύτους γνωριμία ζηλευτή
μας ένωνε όμως το «σώπα».
Σώπα ο ένας, σώπα ο άλλος, σώπα οι επάνω, σώπα οι κάτω,
σώπα όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο.
Σώπα οι δρόμοι οι κάθετοι κι οι δρόμοι οι παράλληλοι.
Κατάπιαμε τη γλώσσα μας.
Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε.
Φτιάξαμε το σύλλογο του «σώπα»,
και μαζευτήκαμε πολλοί,
μια πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη
αλλά μουγκή!
Πετύχαμε πολλά και φτάσαμε ψηλά, μας δώσανε και παράσημα
κι όλα πολύ εύκολα, μόνο με το «σώπα».
Μεγάλη τέχνη αυτό το «σώπα».
Μάθε το στα παιδιά σου, στη γυναίκα σου και στην πεθερά σου
κι αν νιώθεις την ανάγκη να μιλήσεις, ξερίζωσε τη γλώσσα σου
και καν’ την να σωπάσει.
Κοψ’ τη σύρριζα.
Πέταξε την στα σκυλιά.
Το μόνο άχρηστο όργανο απ’ τη στιγμή
που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά.
Δεν θα έχεις έτσι εφιάλτες, τύψεις κι αμφιβολίες.
Δεν θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου
και θα γλιτώσεις απ’ το βραχνά
να μιλάς χωρίς να μιλάς
να λες «έχετε δίκιο, είμαι με σας».
Αχ, πόσο θα ήθελα να μιλήσω ο κερατάς
και δεν θα μιλάς,
θα γίνεις φαφλατάς,
θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς.
Κόψε τη γλώσσα σου, κοψ’ την αμέσως.
Δεν έχεις περιθώρια. Γίνε μουγκός.
Αφού δε θα μιλήσεις, καλύτερα να το τολμήσεις
κόψε τη γλώσσα σου.
Για να είσαι τουλάχιστον σωστός
στα σχέδια και τα όνειρά μου
ανάμεσα σε λυγμούς και παροξυσμούς
κρατώ τη γλώσσα μου
γιατί νομίζω πως θα έρθει η στιγμή
που δε θ’ αντέξω
και θα ξεσπάσω
και δε θα φοβηθώ
και θα ελπίζω
και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω
μ’ έναν φθόγγο
μ’ ένα τραύλισμα
με μια κραυγή
που θα μου λέει:
ΜΙΛΑ !
Η απαγγελία του ποιήματος από την Μαριέτα Ριάλδη (Συναυλία για τους πυροπαθείς στο Ηρώδειο – 29-9-2007)
Βιογραφικά στοιχεία από το sansimera.gr
Last modified: 20 Δεκεμβρίου 2016