Ταλαιπωρούμε και βασανίζουμε τα παιδιά μας με τις εισαγωγικές εξετάσεις, τους κλέβουμε την εφηβεία, με αντάλλαγμα τις σπουδές. Σπουδάζουν, όμως, αυτό που θέλουν ή κάνουν μικρούς ή μεγάλους συμβιβασμούς;
Πρέπει να ορίσουμε τι ακριβώς σημαίνει σπουδάζουν αυτό που θέλουν. Οι σπουδές γίνονται σε κάποιο αντικείμενο σπουδών σε μία πόλη στην οποία βρίσκεται το Πανεπιστήμιο. Θεωρώ ότι σπουδάζει αυτό που θέλει αυτός που πετυχαίνει στο τμήμα που θέλει και στην πόλη που επιθυμεί. Αυτός δηλαδή που πετυχαίνει στη σχολή της πρώτης του προτίμησης. Οι υπόλοιποι που δεν πετυχαίνουν τη σχολή της πρώτης τους προτίμησης κάνουν κάποιους συμβιβασμούς, μικρότερους ή μεγαλύτερους κατά περίπτωση. Κάποιοι πετυχαίνουν το επιστημονικό αντικείμενο, αλλά όχι την πόλη της επιθυμίας τους, γεγονός δυσάρεστο για τις εποχές με τις οικονομικές δυσκολίες που ζούμε. Αυτοί είναι οι πιο τυχεροί, αφού τουλάχιστον σπουδάζουν το επιστημονικό αντικείμενο που επιθυμούν.
Πρόκειται για όσους πετυχαίνουν στις σχολές 2ης και 3ης προτίμησης, ίσως και παρακάτω, αφού αυτό εξαρτάται από τον αριθμό των πόλεων στα οποία λειτουργεί το τμήμα που τον ενδιαφέρει. Η Νομική, για παράδειγμα, λειτουργεί σε 3 πόλεις, συνεπώς όσοι ενδιαφέρονται γι’ αυτήν αν δεν πετύχουν σε μία από τις τρεις επιλογές τους έχουν χάσει και το αντικείμενο σπουδών και την πόλη. Από την άλλη η σχολή των Μηχανολόγων Μηχανικών υπάρχει σε 5 πόλεις, συνεπώς όποιος υποψήφιος Μηχανολογίας περάσει σε μία από τις 5 πρώτες επιλογές του σπουδάζει το αντικείμενο που τον ενδιαφέρει. Δεν μπορούμε, λοιπόν, να ορίσουμε με ακρίβεια ποιοι πετυχαίνουν το αντικείμενο σπουδών και χάνουν την πόλη, ποιοι, δηλαδή, είναι αυτοί που κάνουν μικρό συμβιβασμό. Θεωρώ ότι όσοι πετυχαίνουν στις σχολές της 2ης και 3ης προτίμησης αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος αυτής της κατηγορίας.
Βέβαια υπάρχουν και οι υποψήφιοι που θα σπουδάσουν έτσι και αλλιώς σε άλλη πόλη, αν δεν υπάρχει στην πόλη τους η σχολή που επιθυμούν. Οι κάτοικοι της Πάτρας, για παράδειγμα, που θέλουν να σπουδάσουν στη Νομική, θα σπουδάσουν αναγκαστικά μακριά από την πόλη τους, αφού δεν υπάρχει Νομική στην Πάτρα. Σ’ αυτή την περίπτωση σε όποια πόλη και αν πετύχει ο υποψήφιος είναι το ίδιο, είτε είναι η πρώτη επιλογή είτε η δεύτερη ή η τρίτη.
Με βάση τα στοιχεία του πίνακα διαπιστώνουμε ότι το 14% των 76.173 υποψηφίων πετυχαίνει και επιστημονικό αντικείμενο και πόλη. Δηλαδή πρόκειται για έναν στους επτά υποψηφίους. Το ποσοστό αυτό πιστεύω ότι είναι εξαιρετικά χαμηλό και αποτελεί μία από τις παθογένειες του συστήματος των εισαγωγικών εξετάσεων. Οι αιτίες πολλές, έχουν να κάνουν και με την ανάπτυξη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στη χώρα μας, που δεν έλαβε πολλές παραμέτρους υπόψη. Μία από τις συνέπειες είναι ότι πολλοί φοιτητές εγκαταλείπουν σταδιακά τις σπουδές τους, με αποτέλεσμα να λιμνάζουν στα Πανεπιστήμια και ΤΕΙ και τελικά να διακόπτουν τις σπουδές τους χωρίς να πάρουν ποτέ το πτυχίο τους. Έχουμε έτσι το φαινόμενο να εισάγονται πολλοί φοιτητές στην Ανώτατη Εκπαίδευση, αλλά μόνο ένας στους δύο να ολοκληρώνει τις σπουδές του σε διάστημα δύο ετών μετά την ολοκλήρωση της κανονικής φοίτησης.
Αν υπολογίσουμε και όσους πετυχαίνουν στη 2η και 3η προτίμησή τους, έχουμε άλλους 12.171 φοιτητές που πέτυχαν το επιστημονικό αντικείμενο και όχι την πόλη, έκαναν δηλαδή μικρό συμβιβασμό. Ανεβαίνει έτσι ο αριθμός αυτών που σπουδάζουν αυτό που θέλουν στους 22.837 φοιτητές. Και πάλι πιστεύω ότι είναι πολύ λίγοι, αφού, τελικά, όσοι σπουδάζουν το επιστημονικό αντικείμενο που τους ενδιαφέρει (έστω και σε άλλη πόλη) είναι περίπου το 30% των υποψηφίων.
Δημιουργούνται, έτσι, σχολές δύο ταχυτήτων: Κάποια τμήματα, τα περιζήτητα, έχουν φοιτητές που είχαν όλοι τους το τμήμα ως πρώτη τους επιλογή και, συνεπώς, έχουν κέφι να διαβάσουν και να σπουδάσουν, ενώ κάποια άλλα τμήματα δεν έχουν παρά ελάχιστους από τους επιτυχόντες τους να είχε δηλώσει το τμήμα ως πρώτη προτίμηση, συνεπώς σχεδόν όλοι τους οι φοιτητές θα ήθελαν να βρίσκονται κάπου αλλού, με συνέπεια να μην είναι και ιδιαίτερα ορεξάτοι για τις σπουδές τους. Φυσικά υπάρχουν και όλα τα ενδιάμεσα στάδια.
Βλέπουμε, ακόμη, ότι 17.778 υποψήφιοι έμειναν εκτός τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αφού δεν πέτυχαν σε καμία σχολή, καταρρίπτοντας το μύθο ότι όλοι κάπου περνάνε.
Μήπως, τελικά, όλο το σύστημα των εισαγωγικών εξετάσεων δαπανά πολύ ενέργεια για μικρό έργο; Μήπως τσακίζουμε τα παιδιά μας και πάλι δεν σπουδάζουν αυτό που θέλουν; Θα πρέπει να αποτελέσει ένα από τα ζητούμενα του νέου συστήματος εισαγωγής, όποτε αυτό καθιερωθεί. Φυσικά το ζήτημα απαιτεί μελέτη και όχι αποφάσεις στο πόδι, όπως έγινε με το νέο σύστημα που θα ισχύσει από φέτος.
Άρθρο: Στράτος Στρατηγάκης (μαθηματικός – ερευνητής)
Πηγή: Naftemporiki
Last modified: 15 Μαρτίου 2016