Πού πού πού πού πού πού `ναι αυτός
που μας εκάλεσε;
Πού πού πού πού σε ποιο μέρος βόσκει;
Tι τι τι τι τι τι τι `ν’ η αιτία;
Ποιο ποιο ποιο ποιο ποιο ποιος ο λόγος;
Πώς, πούθε, ποιοι `ναι,
πού `ναι, πες μας, δε θα πεις;
A, προδοθήκαμε, επάθαμε ανόσια,
τούτος ήτανε φίλος μας κι έβοσκε
στα χωράφια μαζί μας σαν σύντροφος.
Καταπάτησε νόμους αρχαίους
και τους όρκους των όρνιων επρόδωσε.
Με δόλο εδώ μας κάλεσε
κοντά σε γένος άνομο
που πάντα εχτρός μας στάθηκε
πάντα τροφή μας έκανε.
Αμή με τούτο τ’ όρνιο μας
ύστερα θα τα ειπούμε
μόνον ετούτοι οι γέροι λέω,
ευθύς να το πληρώσουν:
κομμάτια να τους κάνουμε
κομμάτια να τους φάμε
Α, προδοθήκαμε, πάθαμε ανόσια.
Εμπρός, απάνω τους ριχτείτε,
εμπρός με ορμή σκοτώστε τους,
εμπρός με τις φτερούγες σας
παντού περικυκλώστε τους
κι οι δυο τους να βογκήξουνε
να φάνε χώμα οι μύτες τους
γιατί ούτε σκιερό βουνό
ούτε κι αιθέριο σύννεφο
ούτε και πέλαγο ψαρό
μπορεί να τους γλιτώσει αυτούς
από τα νύχια τούτα μου.
E! μην κοντοστεκόσαστε,
εμπρός να τους μαδήσουμε,
απάνω τους νυχιές, τσιμπιές
πού `ν’ ο ταξίαρχος; εμπρός,
να προχωρήσει το ελαφρό.
Αέρα, κελελέφ!
χαμηλώστε μπρος τις μύτες,
μην κοντοστεκόσαστε,
βάρα, χτύπα, μάδα, δείρε,
το τσουκάλι σπάσε πρώτα.
Last modified: 10 Ιουλίου 2015