Ο χωρισμός των τάξεων είναι ο κύριος καταμερισμός εργασίας μέσα στην σχολική μονάδα (μαζί με την κατανομή αρμοδιοτήτων). Αν και ο σωστός προγραμματισμός θα επέβαλλε να γίνεται στο τέλος του σχολικού έτους, απασχολεί συνήθως τους εκπαιδευτικούς στην αρχή της σχολικής χρονιάς. Έχει λοιπόν σημασία να δούμε τις παρούσες πρακτικές αλλά και το πως θα θέλαμε να γίνεται αυτός ο καταμερισμός εργασίας.
Το Υπουργείο δεν έχει καθορίσει ένα αυστηρό πλαίσιο για τον χωρισμό των τάξεων. Αφήνει το Σύλλογο Διδασκόντων να αποφασίσει. Ταυτόχρονα βάζει μερικούς «παιδαγωγικούς περιορισμούς». Παραδείγματος χάρη αν επιθυμεί ένας εκπαιδευτικός να πάρει πάνω από 2 συνεχόμενες χρονιές την ίδια τάξη είναι αναγκαία η συναίνεση του σχολικού συμβούλου. Αυτοί οι περιορισμοί δεν είναι δεδομένοι στην παιδαγωγική, εφόσον σε άλλες εκπαιδευτικές προτάσεις επιβάλλεται ένας εκπαιδευτικός να ακολουθεί το παιδί σε όλη του την πορεία, ώστε να μάθει εις βάθος την προσωπικότητα του. Ακόμα και στην ελληνική πραγματικότητα υπάρχουν εξαιρέσεις. Οι εκπαιδευτικοί των ειδικοτήτων (γυμναστική, αγγλικά) μπορούν π.χ. να πάρουν ένα τμήμα για πολλά χρόνια. Σε κάθε περίπτωση αφήνεται ένα ευρύ περιθώριο δράσης στον Σύλλογο Διδασκόντων.
Πέρα όμως από το Υπουργείο έχει δημιουργηθεί και μία άτυπη παράδοση για το πως μοιράζονται οι τάξεις. Σύμφωνα με τις πάγιες πρακτικές, οι εκπαιδευτικοί αποφασίζουν κατά σειρά ανάλογα με μερικά αντικειμενικά κριτήρια, όπως η οργανική θέση και η παλαιότητα. Αυτό διασφαλίζει κάποιου είδους αντικειμενική αντιμετώπιση. Ωστόσο ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιείται ο καταμερισμός εργασίας δημιουργεί άτυπες ιεραρχίες μέσα στο Σύλλογο Διδασκόντων (οι παλιοί και οι νέοι – αυτοί που έχουν οργανική και οι αποσπασμένοι – οι μόνιμοι και οι αναπληρωτές που ήρθαν τελευταία στιγμή – αυτοί που ήταν στο σχολείο και ξέρουν το «καλό τμήμα» και αυτοί που δεν έχουν εικόνα του σχολείου). Βεβαίως, όλοι μπορούμε να είμαστε μνησίκακα ικανοποιημένοι και όπως στο στρατό, να περιμένουμε κάποια στιγμή να «παλιώσουμε» για να έχουμε το δικαίωμα της επιλογής. Πιο σημαντικό είναι όμως, ότι ο συγκεκριμένος καταμερισμός εργασίας πραγματοποιείται με μοναδικό κριτήριο τις ατομικές επιθυμίες των εκπαιδευτικών και όχι τις πραγματικές ανάγκες του σχολείου, δηλαδή τα κοινά προβλήματα της κοινότητας. Έτσι, π.χ. προσπαθεί ο καθένας να αποφύγει το “προβληματικό” τμήμα, με αποτέλεσμα το πρόβλημα να παραμένει και να διογκώνεται χρόνο με τον χρόνο. Επιπλέον, με την καθιέρωση της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού αυτή η αγωνιώδης προσπάθεια να βρεθεί (ή να δημιουργηθεί) το «καλό τμήμα» θα ενταθεί ακόμα περισσότερο.
Στοχεύοντας λοιπόν, στις οριζόντιες σχέσεις στο πλαίσιο της λειτουργίας ενός δημοκρατικού Συλλόγου Διδασκόντων και στην καλύτερη λειτουργία του σχολείου θα μπορούσαμε να προτείνουμε μία διαφορετική πρακτική για τον χωρισμό των τάξεων. Ο χωρισμός να γίνει συλλογικά με άξονα τις ιδιαιτερότητες των μαθητών, των τμημάτων και του σχολείου, αφού πρώτα αυτές συζητηθούν και αναλυθούν διεξοδικά. Έτσι ώστε να μην κοιτάμε ποια είναι τα καλύτερα τμήματα και να προσπαθήσουμε να τα πάρουμε (αφήνοντας τους νεότερους να βγάλουν το φίδι από την τρύπα), αλλά να εξετάσουμε ποιος εκπαιδευτικός μπορεί να ανταποκριθεί πληρέστερα στις εκπαιδευτικές ανάγκες ενός τμήματος και συγχρόνως τι είδους υποστήριξη χρειάζεται από τους υπολοίπους. Ένας τέτοιος καταμερισμός εργασίας μπορεί να μας προσφέρει περισσότερες δυνατότητες, ώστε τα εκπαιδευτικά προβλήματα της τάξης να καταστούν προβλήματα όλου του σχολείου. (Ένα π.χ. υπερκινητικό παιδί δεν είναι μόνο πρόβλημα της «άτυχης» δασκάλας που το πήρε, αλλά όλου του σχολείου).
Επιπλέον, το σπάσιμο των κάθετων σχέσεων αφήνει περισσότερες δυνατότητες για να ικανοποιηθούν πραγματικές ανάγκες συναδέλφων, αφού βεβαίως αυτές διατυπωθούν δημοσίως. Αντί να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας προσπαθώντας να γλυτώσουμε από αυτό που δε θέλουμε, προτιμότερο είναι να το δηλώσουμε και να συμμετέχουμε σε μία ειλικρινή συζήτηση που να αποσκοπεί στο κοινό, συλλογικό καλό.
Έτσι, εφόσον λυθούν κατά προτεραιότητα αυτά τα ζητήματα (τα κοινά προβλήματα της σχολικής κοινότητας) μπορούν να ικανοποιηθούν οι ανάγκες και οι επιθυμίες των εκπαιδευτικών ή μπορούν να χωριστούν οι υπόλοιπες τάξεις κατά την παραδοσιακή πρακτική, λαμβάνοντας δηλαδή υπόψη την παλαιότητα ή την οργανικότητα ή ένα συνδυασμό των δυο παραμέτρων.
Σε μία τέτοια πρακτική ίσως αντιδράσουν κάποιοι συνάδελφοι που έχουν βολευτεί με ένα συγκεκριμένο καταμερισμό (παίρνουν π.χ. μόνο ολοήμερο ή μόνο Γ’ και Δ’), ή νεώτεροι που φοβούνται συγκεκριμένες τάξεις (π.χ. μικρές ή μεγάλες). Αλλά θα μας προσφέρει την δυνατότητα να προτάξουμε τα κοινά ζητήματα του σχολείου και των μαθητών, όπως και να λύσουμε τα μεταξύ μας ζητήματα μέσα από ανοιχτή διαβούλευση χωρίς εκ των προτέρων ιεραρχήσεις.
Last modified: 1 Σεπτεμβρίου 2014