Written by 07:30 Αρχική Σελίδα

Η καταστροφική πολιτική της επιλογής σχολείων στην Σουηδία

 

κιμωλια

Το τελευταίο διάστημα γίνεται όλο και περισσότερο λόγος για τα εκπαιδευτικά κουπόνια. Αφορμή υπήρξε η μελέτη του ΙΟΒΕ (Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών ερευνών), η οποία σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως (Παίδεια με … κουπόνι και Το εκπαιδευτικό κουπόνι έρχεται να σκοτώσει το δημόσιο σχολείο). Το επιχείρημα του ΙΟΒΕ είναι πως το εκπαιδευτικό κουπόνι θα απελευθερώσει την εκπαιδευτική ιδιωτική αγορά και ο ανταγωνισμός που θα επιβάλλει θα βελτιώσει τα σχολεία. Απόδειξη; Στις 29 χώρες του ΟΟΣΑ οι επιδόσεις των μαθητών των ιδιωτικών σχολείων είναι καλύτερες εκείνων των δημόσιων σχολείων. Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Μεταφράζουμε ένα κείμενο του Ray Fisman, καθηγητή οικονομικών στο Columbia Business School, που αναλύει τις αρνητικές επιπτώσεις του εκπαιδευτικού κουπονιού στα σχολεία της Σουηδίας.

ΟΙ ΥΠΟΣΤΗΡΙΚΤΕΣ ΤΗΣ ΑΠΟΨΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΙΣΩΣ ΣΟΚΑΡΙΣΤΟΥΝ ΟΤΑΝ ΔΟΥΝ ΠΟΣΟ ΠΟΛΥ ΑΠΕΤΥΧΕ ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΜΕ ΤΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΚΟΥΠΟΝΙ ΣΤΗ ΣΟΥΗΔΙΑ.

 

Κάθε τρία χρόνια, οι Αμερικανοί  ανησυχούν για την κατάσταση των σχολείων συγκρινόμενη με αυτή των άλλων χωρών. Η περίσταση είναι η τριετής ανακοίνωση της παγκόσμιας κατάταξης των εκπαιδευτικών επιτευγμάτων, η οποία βασίζεται στις εξετάσεις που διεξάγονται από το Διεθνές Πρόγραμμα του ΟΟΣΑ για την Αξιολόγηση των Μαθητών (Program for International Student Assessment ή απλά PISA, όπως είναι ευρέως γνωστό), το οποίο εξετάζει μαθητές από 65 χώρες στα μαθηματικά, τις φυσικές επιστήμες και την γλώσσα. Σε όλα τα αντικείμενα, η Αμερική κατατάχθηκε αδιαμφισβήτητα στην μέση, όταν έγιναν για πρώτη φορά οι εξετάσεις το 2000 και η θέση της ελάχιστα άλλαξε στα επόμενα 12 χρόνια.  

Η ανησυχία για τις επιδόσεις των μαθητών στις ΗΠΑ -και τις συνέπειες τους στο εργατικό δυναμικό της Αμερικής στο άμεσο μέλλον- συνοδεύεται αναπόφευκταμε εκκλήσεις για εκπαιδευτική μεταρρύθμιση: μεγαλύτερη λογοδοσία, περισσότερη καινοτομία. Το ίδιο αναπόφευκτες είναι και οι προτάσεις για το πως θα πραγματοποιηθεί η περισσότερη λογοδοσία και καινοτομία: περισσότερα charter school, μεγαλύτερη δυνατότητα επιλογής, λιγότερη γραφειοκρατική επιτήρηση.

[Σημ. μεταφραστή: περισσότερες πληροφορίες για τον θεσμό των charter schoolsκαι μία κριτική παρουσίαση τους.]

Οι υποστηρικτές των λύσεων που βασίζονται στην επιλογή σχολείου πρέπει να ρίξουν μία ματιά στο τι συνέβη στα σχολεία της Σουηδίας, όπου γονείς και εκπαιδευτικοί ήταν ενθουσιασμένοι να ανταλλάξουν την τεράστια βουτιά της χώρας τους στα αποτελέσματα PISA τα τελευταία 10 χρόνια με τα μέτρια, αλλά σταθερά αποτελέσματα της Αμερικής. Τι προκάλεσε την πρόσφατη κρίση στην εκπαίδευση της Σουηδίας; Οι ερευνητές και οι πολιτικοί αναλυτές κατηγορούνόλο και περισσότερο πολλές από τις μεταρρυθμίσεις με κέντρο την επιλογή σχολείου που υπεραμύνονταν τις πρακτικές των αμερικανικών σχολείων. Αυτό δε σημαίνει απαραίτητα ότι το να προσθέτεις περισσότερη λογοδοσία και πειθαρχία στα αμερικανικά σχολεία θα ήταν κάτι κακό. Υπαινίσσεται τους πολλου πονοκεφάλους που δημιουργούνται από την προσπάθεια να το κάνεις αυτό εισάγοντας επιθετικό ανταγωνισμό όμοιο με αυτό της αγοράς στην εκπαίδευση.

Στο βαθμό που οι Αμερικάνοι σκέφτονται την Σουηδία φέρνουν στο μυαλό τους εικόνες από ασυναρτησίες των Muppet, έπιπλα του Ikea, και όσον αφορά τις κυβερνητικές πολιτικές το κράτος πρόνοιας. Έτσι, είναι μάλλον έκπληξη πως ένα μεγαλύτερο ποσοστό Σουηδών μαθητών πηγαίνει σε ιδιωτικά (και ως επί των πλείστων κερδοσκοπικά) σχολεία από ότι στις ΗΠΑ*. Το σύστημα καθιερώθηκε στις αρχές του ‘90 από μία κεντροδεξία (για τα δεδομένα της Σουηδίας) κυβέρνηση, εμπνεόμενο από τις ιδέες του πατριάρχη της ελεύθερης αγοράς, Milton Friedman. Το 1955, ο Friedman σε ένα άρθρο του με τίτλο “Ο ρόλος της κυβέρνησης στην εκπαίδευση” υποστήριζε ένα σύστημα στο οποίο η κυβέρνηση θα διανέμει κουπόνια (voucher) στους γονείς, τα οποία θα ήταν εξαγοράσιμα ως δίδακτρα σε ιδιωτικά σχολεία της επιλογής τους. Το σύστημα των κουπονιών θα επέτρεπε την θαυματουργή λειτουργία των πίεσεων της αγοράς, καθώς τα σχολεία θα αναγκάζονταν να βελτιώσουν την ποιότητα τους, ώστε να προσελκύσουν μαθητές και τα δολάρια των κουπονιών τους. (Ακόμα και αν οι κυβερνήσεις διατηρούσαν τα δημόσια σχολεία, αυτά θα αντιμετώπιζαν τις ίδιες πιέσεις της αγοράς για να διατηρήσουν τις εγγραφές των μαθητών, όπως και τα ιδιωτικά σχολεία.)

Υπάρχουν διαφορές μεταξύ του φιλελεύθερου ιδεώδους του Friedman και το πραγματικό πρόγραμμα κουπονιών που εφάρμοσαν οι Σουηδοί στις αρχές του ‘90. Ο Friedman θα επέτρεπε στα σχολεία να χρεώνουν τους γονείς με περισσότερα δίδακτρα από αυτό που τα κουπόνια κάλυπταν, επιτρέποντας ενδεχομένως στους πλούσιους γονείς να στείλουν τα παιδιά τους σε καλύτερα χρηματοδοτούμενα σχολεία από ότι μπορούσαν οι φτωχοί γονείς. Το σύστημα του Friedman επέτρεπε επίσης την επιλογή και στις δύο πλευρές της αγοράς: Όπως οι γονείς θα μπορούσαν να επιλέγουν που θα στείλουν τα παιδιά τους, έτσι και τα σχολεία θα είχαν το δικαίωμα να δεχτούν ορισμένες αιτήσεις και να απορρίψουν άλλες. Στο όνομα της ισότιμης πρόσβασης όμως, οι σουηδοί απαγόρευσαν τα δίδακτρα πέρα από τα κουπόνια και επέτρεψαν στα σχολεία μόνο περιορισμένη διαλογή μαθητών (βάσει ακαδημαϊκών επιδόσεων) για την είσοδο στο λύκειο.

Αλλά η μεταρρύθμιση των σουηδικών σχολείων υιοθέτησε τα αναγκαία χαρακτηριστικά του συστήματος κουπονιών του Friedman. Η ελπίδα ήταν ότι τα σχολεία θα είχαν ξεκάθαρα οικονομικά κίνητρα για την παροχή καλύτερης εκπαίδευσης και θα ανταποκρίνονταν περισσότερο στις ανάγκες και τις επιθυμίες του πελάτη (δηλαδή του γονιού) καθώς θα απαλλάσσονταν από το επιβεβλημένο φορτίο της κεντρικής γραφειοκρατίας. Και η εκπαιδευτική αγορά ήταν ανοιχτή σε όλους, δηλαδή κάθε επιχειρηματίας, είτε τα κίνητρα του προέρχονταν από τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, από το ενδιαφέρον του για την κοινωνία ή το παντοδύναμο χρήμα, μπορούσε να λειτουργεί ένα σχολείο για όσο διάστημα μπορούσε να διατηρεί την πιστοποίησή του και να προσελκύσει πελάτες που “πλήρωναν”.

Για λίγο, τουλάχιστον, αν οι αναφορές των Μ.Μ.Ε. για τη μεταρρύθμιση αποτελούν ένδειξη, τα πράγματα έδειχναν ότι πήγαιναν αρκετά καλά. Οι μαθητές των voucher schools (σχολείων που είχαν ενταχθεί στη  χρηματοδότηση κουπονιού) σταθερά ξεπερνούσαν σε απόδοση τους μαθητές στα αντίστοιχα δημόσια σχολεία. Το 2008, η αγγλική εφημερίδα  “Telegraph” περιέγραφε τον αντίκτυπο των μεταρρυθμίσεων ως “τεράστιο”. Ο αριθμός των ιδιωτικών σχολείων αυξήθηκε δέκα φορές σε λιγότερα από μία δεκαετία, με την πλειονότητα τους να είναι κερδοσκοπικά.

Αλλά, μετά από την κάθετη βουτιά της χώρας στις κατατάξεις των εξετάσεων PISA, αναγνωρίζεται ευρέως πως κάτι πηγαίνει λάθος με τα σουηδικά σχολεία. Ως μέρος των συνεχών προσπαθειών να προσδιορίσουν την αιτία, το τμήμα Επιθεώρησης Σουηδικών Σχολείων (το αντίστοιχο Υπουργείο Παιδείας της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των ΗΠΑ) ζήτησε την επαναβαθμολόγηση ενός μέρους των σταθμισμένων τεστ του 2010 και του 2011. Συνολικά επαναξιολογήθηκαν τα τεστ στα Αγγλικά, τα Σουηδικά, τις Φυσικές επιστήμες και τα Μαθηματικά περίπου 50.000 μαθητών όλων των τάξεων από περισσότερα από 700 σχολεία.

Δύο οικονομολόγοι του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης Björn Tyrefors Hinnerich και Jonas Vlachos ανέλυσαν τα δεδομένα και τα ευρήματα τους έδειξαν τους πολλούς τρόπους που τα πράγματα μπορούν να πάνε λάθος σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα ελεύθερης αγοράς. Όπως σε πολλές χώρες, οι Σουηδοί έχουν τυποποιημένα τεστ που απευθύνονται σε όλους τους μαθητές σε εθνικό επίπεδο. Η απόδοση μετράει τόσο για τους μαθητές όσο και για τα σχολεία τους. Οι μαθητές, που τα πηγαίνουν καλά, θα έχουν καλύτερες προοπτικές εισόδου. Τα σχολεία, που τα τα πηγαίνουν καλά, ελκύουν περισσότερους (και ίσως καλύτερους) μαθητές. Εκείνα που έχουν φτωχή απόδοση κινδυνεύουν να χάσουν την πιστοποίηση τους. Ωστόσο, αντίθετα με το SAT test π.χ. το οποίο στέλνεται για βαθμολόγηση στα κεντρικά της υπηρεσίας, στη Σουηδία η αξιολόγηση γίνεται τοπικά, συχνά από τους δασκάλους, συχνά στο σχολείο που οι εξεταζόμενοι μαθητές είναι εγγραμμένοι (αυτή η τακτική δεν είναι ξένη ούτε στις ΗΠΑ: Στην πολιτεία της Νέας Υόρκης οι εξετάσεις Regents Exam απευθύνονται σε όλους τους μαθητές και βαθμολογούνται από τον εκπαιδευτικό του κάθε μαθητή).

Είναι εύκολο να φανταστείς τους εκπαιδευτικούς να είναι ευνοϊκότεροι στους δικούς τους μαθητές, πιθανόν ασυνείδητα, με μοναδικό κίνητρο την επιθυμία τους να τους βοήθησουν. Μία έρευνα που διεξάγαμε μαζί με τον συνάδελφο μου, Jonah Rockoff, βρήκε ακριβώς αυτό το αποτέλεσμα σε μία ανάλυση της βαθμολόγησης του Regents Exam της Νέας Υόρκης. Στην Σουηδία, σύμφωνα με την έρευνα των Hinnerich και Vlachos, τα αποτελέσματα των εξωτερικών αξιολογητών ήταν πράγματι σκληρότερα από αυτά των εσωτερικών αξιολογητών. Και ύστερα λαμβάνοντας υπόψη πράγματα όπως η τοποθεσία του σχολείου μαζί με βασικά χαρακτηριστικά των μαθητών, αποδείχτηκε πως οι εξωτερικοί αξιολογητές είχαν κατεβάσει τα σκορ των μαθητών των voucher schools πολύ περισσότερο από αυτών των μαθητών στα δημόσια σχολεία. Στην πραγματικότητα, ένα αρκετά μεγάλο μέρος της υπερβολικά προβεβλημένης απόδοσης των μαθητών στα voucher schools θα μπορούσε να αποδοθεί στην ευνοϊκή βαθμολόγηση. Ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι πως το φούσκωμα των βαθμών των μαθητών των voucher schools είναι το ίδιο μεγάλο στα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες (που θα θεωρούσε κανείς πως η απάντηση είναι είτε σωστή είτε λάθος) όσο και στα σουηδικά. Αντιθέτως, η ανάλυση του Regents Exam βρήκε πολύ λίγες αποδείξεις παραποίησης των αποτελεσμάτων των τεστ σε ποσοτικά αντικείμενα.

Είναι η σκοτεινή πλευρά του ανταγωνισμού, που ο Milton Friedman και οι οπαδοί της ελεύθερης αγοράς που τείνουν να υποβαθμίζουν: Εάν οι γονείς προτιμούν τα υψηλά σκορ στα τεστ, μπορείς να ανταγωνιστείς για τα χρήματα των voucher schools προσλαμβάνοντας καλύτερους δασκάλους και παρέχοντας μία καλύτερη εκπαίδευση ή απλά βαθμολογώντας ευνοϊκά στα εθνικά διαγωνίσματα. Ο ανταγωνισμός στόχευε επίσης στην πειθάρχηση των δημόσιων σχολείων αναγκάζοντας τα να συμμετέχουν στο παιχνίδι για να διατηρήσουν τον αριθμό των μαθητών τους, αλλά μπορεί αντιθέτως να οδηγούσε σε μία κούρσα προς τα κάτω καθώς και αυτά άρχισαν να βαθμολογούν γενναιόδωρα για να κρατήσουν τους μαθητές τους.

Τίποτα από αυτά δεν μας εκπλήσσει πραγματικά. Στην εισαγωγή στα οικονομικά,μαθαίνουμε πως οι αγορές λειτουργούν όταν οι αγοραστές και οι πωλητές είναι καλά ενημερωμένοι γύρω από αυτό που πουλιέται και αγοράζεται, και μπορούν να έχουν δοσοληψίες ο ένας με τον άλλο χωρίς να φοβούνται πως θα πιαστούν κορόιδα. Η εμφανής αποτυχία του πειράματος του σουηδικού εκπαιδευτικού συστήματος είναι ένα μάθημα για την ανικανότητα των αγορών να επιλύσουν προβλήματα, όπου είναι δύσκολο να συγκρίνεις τα εκπαιδευτικά “προϊόντα” που προσφέρονται, αλλά και τα αποτελέσματα, που μπορεί κανείς να παρατηρήσει, υπόκεινται σε παραποίηση. Μας υπενθυμίζει επίσης πως οι ψυχροί, σκληροί υπολογισμοί των αγορών δεν ταιριάζουν αναγκαία στην σφαίρα της εκπαίδευσης. Οι κυβερνήσεις δεν κλείνουν σχολεία επειδή αποτυγχάνουν να βγάλουν κέρδος. Οι ιδιωτικές εταιρίες το κάνουν. Οι γονείς περισσότερων από 10.000 μαθητών έμαθαν αυτήν την διαφορά με τον δύσκολο τρόπο, τον προηγούμενο χρόνο, όταν ο δανέζικος ιδιωτικός όμιλος Axcelabruptlyανακοίνωσε την έξοδο του από την εκπαιδευτική αγορά της Σουηδίας δηλώνοντας πως δεν μπορούσε πια να καλύψει τις συνεχιζόμενες απώλειες.

Τι μπορούν οι Αμερικάνοι να μάθουν για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση από το σουηδικό πείραμα; Θα ήταν λάθος να επιρίψουμε όλα τα προβλήματα της σουηδικής εκπαίδευσης στα voucher schools. Ακόμα και με την γοργή επέκταση τους, μόνο το ¼ των μαθητών στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι εγγεγραμμένοι σε ιδιωτικά σχολεία και όσο αφορά τα δημοτικά σχολεία το ποσοστό είναι μόλις 13%. Ωστόσο, ο τρόπος που, όπως φαίνεται, συνέδεσαν τη διδασκαλία με τα διαγωνίσματα ή διαφορετικά αποσυντόνισαν την σουηδική εκπαίδευση δείχνει πως είναι μέρος του προβλήματος περισσότερο παρά της λύσης.

Ακόμα και σε μέρη, όπως η Νέα Υόρκη, όπου τα charter schools αποδείχτηκαν δημοφιλή και επιτυχημένα, εγγράφουν λιγότερο από το 5% από τους έμα εκατομμύριο μαθητές της πόλης. Η πόλη διατηρεί τον έλεγχο επιτρέποντας ένα σταθερό αριθμό charters. Είναι ευκολότερο για το Τμήμα Εκπαίδευσης της Νέας Υόρκης να παρακολουθεί πιο προσεκτικά εκατοντάδες (παρά χιλιάδες) charter schools, πιέζοντας όσα δεν μπορούν να ανταποκριθούν και να τα κλείσει εάν δεν μπορούν να αλλάξουν. Τα προβλήματα της Σουηδίας πρέπει να αμβλύνει το ενθουσιασμό των μεταρρυθμιστών για την ελεύθερη έναρξη νέων σχολείων ή ακόμα την επέκταση των charter σε μεγάλη κλίμακα. Όταν οι αγορές είναι επιρρεπείς στην αποτυχία, είναι προφανώς καλύτερο για τους ρυθμιστές να διατηρούν κάποια επίβλεψη και έλεγχο.

Τίποτα από αυτά δεν πρέπει να εκληφθεί ως κριτική σε πολλά charter schools με υψηλές αποδόσεις σε αυτήν την χώρα, όπως οι KIPP academies, τα Uncommon Schools κ.α., όπου αξιόπιστες έρευνες έχουν δείξει πως οι μαθητές που έχουν κληρωθεί σε μία από τις τάξεις τους είναι πιο πιθανόν να τελειώσουν το λύκειο και να εγγραφούν στο πανεπιστήμιο σχετικά με τα παιδιά που έκαναν αίτηση, αλλά δεν έτυχε να κληρωθούν. Υπάρχουν σίγουρα πολλά που μπορούμε να μάθουμε προσπαθώντας να αποκαλύψουμε την μυστική φόρμουλα, που κάνει αυτά τα charters να έχουν τόσο υψηλές αποδόσεις, ιδέες που μπορούν να εφαρμοστούν σε ευρεία κλίμακα τόσο σε δημόσια σχολεία όσο και στα charters.

Αυτή η άποψη για τα charter schools ως “μηχανές καινοτομίας” είναι η πιο μετριοπαθής θέση, που υποστηρίζεται από ανθρώπους όπως ο Norman Atkins, πρόεδρος του Relay Graduate School of Education (και ιδρυτής των Uncommon Schools). “Τα charter schools είναι η Silicon Valley της εκπαίδευσης” μου είπε ο Atkin σε ένα mail, με τις πρακτικές που επωάζονται στα charters και οι οποίες μπορούν αργότερα να εξαπλωθούν σε όλα τα σχολεία.

Για τους μαθητές σε μερικές αμερικάνικες πόλεις, ένα εκπαιδευτικό σύστημα που κυριαρχεί η επιλογή σχολείου charter δεν είναι πια υποθετικό σενάριο. Είναι ήδη πραγματικότητα. Περισσότεροι από το 90% των μαθητών στην Νέα Ορλεάνη πηγαίνουν σήμερα σε ένα charter school, αποτέλεσμα ενός μετασχηματισμού που ξεκίνησε πιο πριν από μία δεκαετία και επιταχύνθηκε στα χρόνια μετά τον τυφώνα Katrina. Αν και το κρατικό Recovery School District, που δημιουργήθηκε το 2003, άσκησε κριτική, αξιόπιστοι εξωτερικοί αξιολογητές έδειξαν πως οι επιδόσεις στα διαγωνίσματα και η βαθμολόγηση έχουν στην πραγματικότητα βελτιωθεί μετά την εξάπλωση των charer schools στην πολιτεία. Πώς αυτές οι βελτιώσεις ταιριάζουν με την εμπειρία της Σουηδίας;

Έθεσα το ερώτημα στην Maggie Runyan-Shefa, που εργάζεται ως co-CEO (διευθυντικό στέλεχος) του New Schools for New Orleans, τον οργανισμό που ηγείται τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες στο Recovery School District. Ξεκίνησε παρατηρώντας πως το εκπαιδευτικό σύστημα ήταν σε τέτοια άθλια κατάσταση μία δεκαετία περίπου πριν που “χρειαζόταν κάτι ριζικό”. Αντιθέτως με την Σουηδία, που είχε ένα πλήρως λειτουργικό εκπαιδευτικό σύστημα και το παραχώρησε στους ιδιώτες, η Νέα Ορλεάνη ξεκινούσε από τον πάτο. (Για να στηρίξει αυτό το επιχείρημα, o Neerav Kingsland, προκάτοχος της Runyan-Shefa, του άρεσε να αφηγείται την ιστορία μίας άριστης τελειόφοιτου που απέτυχε να αποφοιτήσει αφού κόπηκε 5 φορές σε ένα διαγώνισμα μαθηματικών). Υπήρχε προθυμία να παρθούν δραστικά μέτρα και ειλικρινά τα σχολεία δεν είχαν που άλλου να πάνε παρά προς το καλύτερο.

Σύμφωνα με την Runyan-Shefa, τα σχολεία της Νέας Ορλεάνης παρεκκλίνουν επίσης, από το καθαρό σύστημα των voucher κατά έναν κριτικό τρόπο. Όπως και στην περίπτωση της Νέας Υόρκης, η κυβέρνηση διατηρεί ένα ενεργό ρυθμιστικό ρόλο κάτι που σίγουρα θα έκανε τον Milton Friedman να στριφογυρνάει στον τάφο του. Οι αξιωματούχοι της πολιτείας και όχι οι πιέσεις της αγοράς αποφασίζουν ποια σχολεία θα παραμείνουν ανοιχτά και ποια θα αναγκαστούν να κλείσουν. Αν και το ίδιο συνέβαινε θεωρητικά και στην Σουηδία, στην πράξη η κυβέρνηση σπάνια ανακαλούσε τις πιστοποιήσεις των voucher schools.

Ακόμα και αν δεχτούμε την Νέα Ορλεάνη ως μία επιτυχημένη περίπτωση, είναι δίκαιο την ίδια στιγμή να ρωτήσουμε εάν παρόμοιες επιτυχίες μπορούσαν να επιτευχθούν μέσω μίας μεταρρύθμισης ενός παραδοσιακού συστήματος δημόσιων σχολείων. Τα πολυφημισμένα σχολεία της Φινλανδίας, μίας χώρας χωρίς καθόλου charter schools, επιτυγχάνει σταθερά τις πρώτες θέσεις της κατάταξης στις εξετάσεις PISA. Σίγουρα, υπάρχουν πολλοί τρόποι για την σωτηρία των σχολείων. Και η Runyan-Shefa συμφώνησε πως θα υπάρξουν πολλές προκλήσεις στην επέκταση του μοντέλου της Νεας Ορλεάνης σε εθνικό επίπεδο. Παραδείγματος χάρη, μία από τις μεταρρυθμιστικές τους στρατηγικές συμπεριλαμβάνει την πρόσκληση χαρισματικών εκπαιδευτικών από όλη την χώρα, η οποία εξ ορισμού δεν μπορεί να λειτουργήσει, όταν όλοι το κάνουν. (Αναγνωρίζοντας πως η δεξαμενή των ποιοτικών εκπαιδευτικών σε εθνικό επίπεδο είναι περιορισμένη, η Runyan-Shefa είπε πως εργάζονται εξίσου στην ανάπτυξη σε τοπικό επίπεδο χαρισματικών εκπαιδευτικών).

Ίσως το τελικό συμπέρασμα είναι, όπως ο Norman Atkins του Relay GSE το έθεσε σε μένα, πως “δεν υπάρχουν πανάκειες” στην δημόσια εκπαίδευση. Έχουμε την τάση να αναζητάμε την μαγική συνταγή -είτε είναι οι δόξες της αγοράς είτε οι τεχνοκρατικές ουτοπίες της εκπαιδευτικής τεχνολογίας- όταν στην πραγματικότητα η βελτίωση των εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων είναι μία σκληρή, συγκεχυμένη και περίπλοκη διαδικασία. Είναι ένα μάθημα που οι σουηδοί γονείς και μαθητές έμαθαν όλοι πολύ καλά. Ανοίγοντας απλώς τις πύλες σε περισσότερους επιχειρηματίες της εκπαίδευσης, δεν αναστατώνεις την εκπαίδευση. Απλώς την αποδιοργανώνεις πλήρως.

*Διόρθωση, 22 Ιούλιου 2014: Το άρθρο δήλωνε πως οι σουηδοί μαθητές πηγαίνουν σε ιδιωτικά (τα περισσότερα κερδοσκοπικά) σχολεία περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ανεπτυγμένη χώρα στον κόσμο. Στην πραγματικότητα, άλλες χώρες, όπως η Ν.Κορέα και η Ολλανδία στέλνουν ένα υψηλότερο ποσοστό μαθητών σε ιδιωτικά σχολεία.

του Ray Fisman

Ο Ray Fisman είναι καθηγητής οικονομικών στο Columbia Business School και ανήκει στην συγγραφική ομάδα του The Org: The Underlying Logic of the Office.

 

Πηγή: slate.com μέσω giaenadiaforetikosxoleio.wordpress.com

Last modified: 3 Απριλίου 2016

Close