Η ΑΥΤΟΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΧΩΡΙΣ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΕΙΣ
Εμείς «αξιολογούμε»
Εσείς «αξιολογείτε»
Αυτοί αποφασίζουν, διατάζουν, απολύουν, κατηγοριοποιούν
εκπαιδευτικούς και σχολεία
Με την 190089/Γ1 εγκύκλιο στις 10- 12 – 2013 προωθείται η διαδικασία αυτοαξιολόγησης για το 2013 – 14. Αν πιστέψει κανείς τα όσα αναφέρονται στην ΥΑ, τότε θα διαπιστώσει ότι η αυτοαξιολόγηση είναι το μαγικό ραβδί «δια πάσαν νόσον» που θεραπεύει με αυτόματο τρόπο όλα τα προβλήματα της εκπαίδευσης. Η αυτοαξιολόγηση δεν είναι «αθώα», όπως εκ του πονηρού διαδίδουν οι πρόθυμοι υποτακτικοί της κυβέρνησης, αλλά συνδέεται άρρηκτα με την αξιολόγηση. Πίσω από χίλιες δυο «αθώες» έννοιες κρύβεται ένα ασφυκτικό σύστημα αξιολόγησης που αποτελεί κεντρικό μηχανισμό ανατροπής εργασιακών σχέσεων, ιδεολογικής χειραγώγησης και κατηγοριοποίησης σχολείων εκπαιδευτικών και μαθητών, εργαλείο απολύσεων και βαθμολογικής-μισθολογικής καθήλωσης.
Ειδικότερα με την εγκύκλιο στις 10 – 12 – 2013 προβλέπεται υποβολή Ετήσιας Έκθεσης Αξιολόγησης από τον Διευθυντή τον Ιούνιο του 2014. Επίσης «οι διαδικασίες της ΑΕΕ εμπλουτίζουν χωρίς να ανατρέπουν το σχολικό πρόγραμμα και τη λειτουργία του σχολείου». Αυτό σημαίνει για του εκπαιδευτικούς πρόσθετη εργασία, σπάσιμο του ωραρίου εργασίας και μετατροπή του εκπαιδευτικού σε υποτακτικό – όμηρο του κάθε Διευθυντή, Σχολικού Συμβούλου και Στελέχους του διοικητικού μηχανισμού της εκπαίδευσης. Μάλιστα στην εγκύκλιο προβλέπεται ο καθορισμός «ομάδων εργασία» που θα συνεδριάζουν«εκτός ωραρίου εργασίας». Και βέβαια η υπερεργασία δεν αφορά την πρόοδο των μαθητών μας, αλλά κάθε είδους γραφειοκρατική ή πνευματοκτόνα «καινοτομία» των γραφειοκρατών του Υπουργείου. Δεν ενδιαφέρονται για το εκπαιδευτικό έργο και τη μόρφωση των παιδιών, για αυτό και «αγνοούν» ουσιαστικά μια σειρά κοινωνικούς (ανισότητες – φτώχεια – απομακρυσμένες – υποβαθμισμένες περιοχές κ.α) και εκπαιδευτικούς (χρηματοδότηση – υλικοτεχνική υποδομή – διορισμοί εκαιδευτικών – Α. Π. – μέθοδοι διδασκαλίας κ.α.) παράγοντες που το καθορίζουν, αλλά αναφέρονται σε τεχνοκρατικά – γραφειοκρατικά θέματα, όπως: «η δημιουργία, βελτίωση και επικαιροποίηση της ιστοσελίδας του σχολείου, η διαμόρφωση ή ο εκσυγχρονισμός του εσωτερικού κανονισμού του σχολείου, η οργάνωση της λειτουργίας του συλλόγου διδασκόντων και η βελτίωση των σχέσεων με το σύλλογο γονέων και την μαθητική κοινότητα.»
Το «αδειανό» πουκάμισο της συμμετοχής και ο νεοεπιθεωρητισμός
Από το όλο εγχείρημα της μοντέρνας αξιολόγησης – αυτοαξιολόγησης απουσιάζουν δύο βασικά στοιχεία προβληματισμού: ότι το σχολείο δε λειτουργεί για το «κοινό καλό», αλλά στον καπιταλισμό έχει μια έντονη επιλεκτική λειτουργία, άρα εκ των προτέρων γνωρίζουμε ότι δεν μπορούν «να πάνε όλοι καλά στο σχολείο» και ότι η σχολική γνώση δεν είναι «ουδέτερη», καθώς εγγράφει συγκεκριμένες ιδεολογικές επιλογές των πολιτικά κυριάρχων ομάδων και τάξεων. Από τη συζήτηση της αυτοαξιολόγησης εξοβελίζεται το ερώτημα «ποιος έχει την εξουσία» στην εκπαίδευση και την κοινωνία, ποιος καθορίζει τα αναλυτικά προγράμματα και τα βιβλία, ποιος οργανώνει τις εξετάσεις, ποιος φτιάχνει την εκπαιδευτική νομοθεσία, ποια είναι η συμμετοχή των εκπαιδευτικών σε όλα αυτά. Ουσιαστικά η αυτοαξιολόγηση δημιουργεί την εντύπωση ότι η κυβέρνηση δε γνωρίζει τα προβλήματα της εκπαίδευσης και οι καθηγητές θα τις τα γνωστοποιήσουν μέσα από τις φόρμες που θα συμπληρώσουν.
Η ψευδαίσθηση πολλών εκπαιδευτικών, ότι η αυτοαξιολόγηση θα αναδείξει όψεις της δουλειάς τους και θα τις επιβραβεύσει (με τι άραγε σε μια εποχή άγριων περικοπών;), δηλαδή το πόσα προγράμματα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης κάνουν στο σχολείο, πόσα θεατρικά έργα, τι εκδηλώσεις, αν βγάζουν ή όχι εφημερίδα, χωρίς να υπολογίζεται η επίδοση των μαθητών τους σε εθνικές εξετάσεις ή σταθμισμένα τεστ, διαλύεται από τους ίδιους τους θεωρητικούς της αυτοαξιολόγησης. Όλη αυτή η ρητορική περί αποτίμησης και ανάδειξης της προσπάθειας των εκπαιδευτικών και πώς μπορούν να τα πάνε καλύτερα ήταν μέχρι να γίνει αποδεκτή στη συνείδηση τους η ανάγκη της αυτοαξιολόγησης.
Πώς θα κινηθεί η αυτοαξιολόγηση με ανθρώπους που διαφωνούν με τους κεντρικούς αξιακούς προσανατολισμούς του αναλυτικού προγράμματος και επιδιώκουν την ανατροπή του;
Η απάντηση του δείχνει με σαφήνεια που πάνε τα πράγματα στο «ανοικτό» και «μεταμοντέρνο» σχολείο: στην πειθάρχηση του εκπαιδευτικού που διαφωνεί με την κυρίαρχη ιδεολογία και στη συμμόρφωσή του, όχι αυτή τη φορά από τον επιθεωρητή, αλλά από. το σύλλογο διδασκόντων που «αυτοαξιαλογείται» εκτελώντας χρέη «συλλογικού επιθεωρητή». Έτσι, λοιπόν, η «αυτοαξιολόγηση» της σχολικής μονάδας είναι μια καρικατούρα συμμετοχής των εκπαιδευτικών και των άλλων φορέων στη λειτουργία του ταξικού σχολείου και των μηχανισμών αξιολόγησης. Ένα «αδειανό πουκάμισο», μια ψευδαίσθηση συμμετοχής που νομιμοποιεί την κρατική εξουσία και τον έλεγχο. H κλασική συνταγή της σοσιαλδημοκρατίας για τη συνδιοίκηση των κοινωνικών και εκπαιδευτικών θεσμών, που συμπυκνώνουν την κυριαρχία των κυρίαρχων τάξεων και στρωμάτων, χρησιμοποιείται και αξιοποιείται απ’ τη νεοφιλελεύθερη πολιτική και τους «αριστερούς» εκσυγχρονιστές – υποστηρικτές της στην κοινωνία και την εκπαίδευση.
Δείκτες και κριτήρια αξιολόγησης
«Το εκπαιδευτικό έργο αποτιμάται με δείκτες ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου» (άρθρο 3) επιμένουν οι πάσχοντες από ποσοτικοφρένεια αν-εγκέφαλοι του Υ.ΠΑΙ.Θ.Π.Α. Δέσμιοι μιας παραγωγίστικης και ακραίας νεοφιλελεύθερης αντίληψης θεωρούν το σχολείο ως επιχείρηση, όπου εφαρμόζονται μοντέλα αξιολόγησης και ελέγχου με «πιστοποιητικά ποιότητας» (ISO 9000), σύμφωνα με τα πρότυπα της βιομηχανίας και του εμπορίου. Οι επιδόσεις των υποκειμένων της εκπαιδευτικής διαδικασίας και των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων χρησιμοποιούνται ως μονάδες μέτρησης της παραγωγικότητας και αποδοτικότητας, ως δείκτες προαγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας. Μια τέτοια θεώρηση απορρέει από τη γενικότερη αντίληψη περί εμπορευματοποίησης των πάντων στα πλαίσια της καπιταλιστικής κοινωνίας, όπου όλα εμπορευματοποιούνται και κάθε εμπόρευμα έχει και την τιμή του.
Οι αναλυτικές – ερμηνευτικές κατηγορίες που θα αξιολογούνται κάθε χρόνο από τον Σύλλογο και τον Διευθυντή του σχολείου είναι:
Δεδομένα του σχολείου
Εκπαιδευτικές Διαδικασίες
Εκπαιδευτικά Αποτελέσματα
Ειδικότερα η Αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου (ΑΕΕ) περιλαμβάνει:
Την αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου
Τον προγραμματισμό δράσεων βελτίωσης
Την υλοποίηση, παρακολούθηση και αξιολόγηση των δράσεων
Την αξιολόγηση και αξιοποίηση των αποτελεσμάτων των δράσεων.
Η πρώτη γενική παρατήρηση είναι ότι με αυτό τον τρόπο κατακερματίζεται και ποσοτικοποιείται η εκπαιδευτική διαδικασία. Και ακόμα χειρότερα επιχειρείται η ποσοτικοποίηση και μέτρηση χαρακτηριστικών της προσωπικότητας μαθητών και εκπαιδευτικών. Επιδιώκεται να επικυρωθούν ως αντικειμενικά μετρήσιμα στοιχεία της προσωπικότητας και νοητικές λειτουργίες των υποκειμένων της εκπαιδευτικής διαδικασίας, όπως η διδακτική ή μαθησιακή ικανότητα, η πνευματική και επιστημονική συγκρότηση, η ικανότητα επικοινωνίας και ο τρόπος συμπεριφοράς, οι διαπροσωπικές σχέσεις, οι ιδέες, η φαντασία, η πρωτοβουλία κ.ά. Τα πάντα θα μπαίνουν σε «κουτάκια» και θα πολλαπλασιάζονται με συντελεστές.
H εκπαιδευτική διαδικασία και η προσωπικότητα μαθητών και εκπαιδευτικών δεν μπορούν να διασπαστούν σε επιμέρους αξιολογούμενα στοιχεία και να μετρηθούν. H εκπαιδευτική διαδικασία έχει χαρακτήρα δυναμικό και όχι στατικό, επηρεάζεται από πλείστους όσους κοινωνικούς και εκπαιδευτικούς παράγοντες και άρα δεν μπορεί να διασπαστεί και να μετρηθεί. Είναι σαφές, ότι δεν υπάρχουν απόλυτοι κανόνες παιδαγωγικής και συμπεριφορών.
Στην Ελλάδα η . ευφροσύνη της αξιολόγησης οδηγεί σε απόλυση εκπαιδευτικού, ακόμα και γιατί αφαιρεί το σκονάκι από τους βλαστούς των πολιτικών μας ταγών που λιπαίνουν τις μηχανές του κράτους της ρεμούλας, της διαφθοράς, της κομματικοκρατίας και της φελλο- κρατίας. Σε συνθήκες «αξιολογικής δικτατορίας» το παιδαγωγικό και διδακτικό έργο των εκπαιδευτικών μετατρέπεται σε ένα στεγνό διοικητικό μηχανισμό, συμπλήρωσης αριθμών και φορμών, το σημαντικότερο είναι ότι οι «αντικειμενικές» μετρήσεις θα παράγουν ενοχοποιήσεις, κατάταξη και ανταγωνισμό. Η σχολική κοινότητα από χώρος συνεργασίας και συμβιωτικής προσπάθειας θα γίνει βαθμιαία χώρος απόκρυψης, προσωπικής προβολής και διαρκούς ανταγωνισμού.
Μέσα πόροι – υλικοτεχνική υποδομή και μαθητική διαρροή
Οι δαπάνες στα σχολεία έχουν μειωθεί κατά 33% (2009 – 2013) και κατά 47% μέχρι το 2016, όπου το σύνολο των δαπανών για τη δημόσια εκαπαίδευση θα συρρικνωθεί στο 2,15% του ΑΕΠ. Σχολεία κλείνουν, το σχολικό δίκτυο συρρικνώνεται στο όνομα του «μνημονιακού εξορθολογισμού» και η υλικοτεχνική υποδομή υποβαθμίζεται. Την ίδια στιγμή ζητείται στα πλαίσια της αυτοαξιολόγησης, η αναζήτηση πόρων και αποτιμάται η χορηγία των γονέων και άλλων φορέων.
Άμεσος στόχος, που αποκρύπτεται επιμελώς, είναι καταρχήν η εξεύρεση πόρων για την εκπαίδευση έξω από τον κρατικό προϋπολογισμό. Αυτό οδηγεί στην προσαρμογή του επιπέδου της παρεχόμενης εκπαίδευσης, στις οικονομικές δυνατότητες της τοπικής κοινωνίας, ενώ ταυτόχρονα μειώνει ακόμη πιο πολύ την κρατική επιχορήγηση και καταργεί σταδιακά τον όποιο ενιαίο και δωρεάν χαρακτήρα της εκπαίδευσης. Δηλαδή, ανοίγει διάπλατα τις πόρτες για ένα πιο φτωχό και διαφοροποιημένο περιεχόμενο σπουδών και αναλυτικό πρόγραμμα (ιδιωτικοποίηση – κατηγοριοποίηση σχολείων και εκπαιδευτικών).
Ό,τι μετριέται στον τομέα «εκπαιδευτικά αποτελέσματα», όπως η «φοίτηση και διαρροή των μαθητών» η κυβερνητική πολιτική απορρίπτεται. Οι εκπαιδευτικοί δείκτες αποτυπώνουν το φαινόμενο της πρόωρης σχολικής εγκατάλειψης δείχνοντας το βαθύ χάσμα ανάμεσα σε αυτούς που διαβαίνουν επιτυχώς τα σκαλοπάτια της εκπαιδευτικής σταδιοδρομίας και εκείνους για τους οποίους οι πόρτες του εκπαιδευτικού συστήματος κλείνουν οριστικά. Ο ευρωπαϊκός μέσος όρος της πρόωρης σχολικής εγκατάλειψης βρίσκεται στο 14,8%. Αν ρίξουμε μια ματιά στα ελληνικά στοιχεία με βάση την ετήσια έκθεση του ΚΑΝΕΠ/ΓΣΕΕ για την εκπαίδευση την περίοδο 2002-2007, θα διαπιστώσουμε ότι από την πρωτοβάθμια εκπαίδευση διέκοψαν τη φοίτησή τους περίπου 24.588 μαθητές, ενώ από τα Γυμνάσια 82.719 μαθητές αντίστοιχα. Με άλλα λόγια, η διαρροή την ίδια περίοδο από την υποχρεωτική εκπαίδευση ξεπέρασε τους 100.000 μαθητές. Ταυτόχρονα, στη βαθμίδα της τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης εμφανίζεται ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα, αφού η διαρροή την ίδια περίοδο έφτασε στους 101.744 μαθητές -όση δηλαδή η διαρροή σε ολόκληρη την υποχρεωτική εκπαίδευση- αποδεικνύοντας την απαξίωση της Τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης. Όμως αυτά είναι στοιχεί πριν ενσκήψει η μνημονιακή καταιγίδα. Σαν εξετάσουμε την περίοδο 2008 – 1013 τα ποσοστά εγκατάλειψης έχουν εκτοξευτεί στα ύψη. Άραγε η κυβέρνηση χρειάζεται την αυτοαξιολόγηση για να τα καταγράψει ή μήπως μέσα από αυτή θα αποτινάξει από πάνω της τις ευθύνες και τις ενοχές και θα τις φορτώσει στις πλάτες των εκπαιδευτικών;
Η ιστορία της εκπαίδευσης και η συγκριτική παιδαγωγική καταδεικνύουν ότι όπου εφαρμόστηκε η αξιολόγηση οδήγησε στην εξωτερική αξιολόγηση των μαθητών, δηλαδή σε εξετάσεις. Η γενίκευση της και η μετατροπή της σε βασική πηγή αξιολόγησης για τον εκπαιδευτικό (όπως συμβαίνει στις παραπάνω χώρες) θα μετατρέψει τα σχολεία σε φροντιστήρια εκγύμνασης εν όψει εξετάσεων και θα καταστρέψει όποια μορφωτική αξία έχει διατηρήσει το σχολείο. Ήδη στην Υπουργική απόφαση στον τομέα 7 τα «Αποτελέσματα του Σχολείου» συνδέονται με την «επίτευξη των στόχων του σχολείου» Έτσι μέσα από την αλυσίδα των ωφελιμοθηρικών αντιλήψεων, το «μαθαίνω» μεταφράζεται σε «αποστηθίζω», η παιδεία συρρικνώνεται σε καταναγκαστικό βαθμοθηρικό μηχανισμό και στο τέλος δε σώζεται ένα κομματάκι ψυχής και πνεύματος για να τρυπώσουν η απόλαυση της ανάγνωσης, η χαρά της αναζήτησης και της εύρεσης, η τέρψη της γνώσης.
Η λεγόμενη αυτοαξιολόγηση των σχολείων συνδέεται με την εξωτερική αξιολόγησή τους και την ατομική αξιολόγηση του εκπαιδευτικού. Όπως αναφέρεται στην έκθεση ΟΟΣΑ (σελ. 67), «η αυτοαξιολόγηση πρέπει να οργανωθεί, με τρόπο ώστε να είναι συγκρίσιμη μεταξύ σχολικών μονάδων και ώστε να μπορεί να επικυρώνεται και να συμπληρώνεται από εξωτερική αξιολόγηση».
Η «αξιολόγηση» της σχολικής μονάδας, η οποία στην πιο ακραία έκφραση της θα συνδέεται με τις εξεταστικές επιδόσεις των μαθητών εκτός του ισοπεδωτικού της χαρακτήρα, θα χωρίζει τα σχολεία σε κατηγορίες, θα οξύνει τον μεταξύ τους ανταγωνισμό, δηλητηριάζοντας εκπαιδευτικές και κοινωνικές σχέσεις, διαφοροποιώντας τους τρόπους χρηματοδότησης, βάζοντας τους χορηγούς από το παράθυρο και τους γονείς να στηρίζουν οικονομικά τη λειτουργία, οδηγώντας πολλά σχολεία στο μαρασμό και τελικά στο κλείσιμο.
Οι επιδόσεις των μαθητών θα συνυπολογίζονται για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, αλλά και την παραμονή τους στο σχολείο!
Διαπιστώνεται, λοιπόν, ότι η αυτοαξιολόγηση δεν είναι μόνο «ένα πουκάμισο άδειανό», αλλά ο προθάλαμος του Λαβύρινθου, ενός πολυδαίδαλου αυταρχικού συστήματος αξιολόγησης που οδηγεί στον Μινώταυρο δηλαδή στον εξανδραποδισμό των εκπαιδευτικών και στη διάλυση του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης.
Συλλογικότητα – Αντίσταση
Παραφράζοντας τον Δ. Γληνό θα χαρακτηρίζαμε την αξιολόγηση ως τον «άταφο νεκρό» της εκπαίδευσης. Αν η κυβέρνηση, η Ε.Ε. και το κεφάλαιο θέλουν να πιστεύουν στη νεκρανάσταση για να οικοδομήσουν το φθηνό, ευέλικτο, πειθαρχημένο σχολείο υποταγμένο στους νόμους της αγοράς πάνω στα ερείπια του δημόσιου σχολείου, εμείς έχουμε κάθε λόγο να την θάψουμε όσο πιο βαθιά γίνεται.
Χωρίς ψευδαισθήσεις για το ρόλο της αξιολόγησης οικοδομούμε μέτωπο αντίστασης – απόρριψης της αξιολόγησης. Οι εκπαιδευτικοί έχουν δικαίωμα και υποχρέωση να αντισταθούν στον ασφυκτικό έλεγχο της αξιολόγησης. Γιατί «ο δάσκαλος που θα υποχρεωθεί να καταπνίξει τη σκέψη του θα γίνει διπλά σκλάβος ή θα καταντήσει ένας ψυχικά ανάπηρος άνθρωπος, ανίκανος να μορφώσει άλλους» (Δ.Γληνός). Καμιά συμμετοχή σε διαβουλεύσεις και άλλες διαδικασίες που εξωραΐζουν το αυταρχικό πρόσωπο μιας αδίστακτης εξουσίας που δια πυρός και σιδήρου υλοποιεί μια πολιτική εξαθλίωσης του λαού και κονιορτοποίησης δικαιωμάτων και κατακτήσεων ολόκληρου αιώνα. Η μάχη δεν μπορεί να αποφευχθεί.
Να πάρουμε συλλογικές αποφάσεις κάλυψης, ώστε με αποφάσεις του συλλόγου διδασκόντων κανένα σχολείο να μη συμμετέχει σε προγράμματα αυτοαξιολόγησης και αξιολόγησης. Παράλληλα μπορούμε και πρέπει να συμβάλουμε σε ένα παλλαϊκό μέτωπο αντίστασης και ανατροπής της κυβερνητικής πολιτικής. Να συμβάλουμε στη διαμόρφωση ενός μορφωτικού κοινωνικού κινήματος που θα διεκδικεί έναν «άλλο» ρόλο για τον εκπαιδευτικό και την εκπαίδευση. Έχουμε πρόταση – όχι για να εξωραϊσουμε την αξιολόγηση – και όραμα για ένα άλλο σχολείο που να χωρά όλα τα παιδιά χωρίς φραγμούς και διακρίσεις και αυτό δεν μπορεί παρά να συνδέεται με αιτήματα που δεν ενσωματώνονται και δεν εξωραϊζουν το καπιταλιστικό σύστημα, αλλά συνδέονται άρρηκτα με τον αγώνα για μια «άλλη» κοινωνία.
* Άρθρο του Γιώργου Κ. Καββαδία φιλολόγου, αντιπροέδρου της ΕΛΜΕ Πειραιά.
Last modified: 1 Φεβρουαρίου 2014