Written by 18:19 Πολιτισμός>Εκδηλώσεις>Δραστηριότητες Συλλόγου

Hμερίδα με θέμα: «Κινηματογράφος & Εκπαίδευση» 11/3/2007

Άπαρτχαϊντ- ρατσισμός

Τι εννοούμε με τον  όρο «άπαρχαϊντ» – «ρατσισμός»; Ποιες είναι οι ποικιλίες του; Πού και πώς εμφανίζεται; .

 

Ποιος αφηγείται

Η αφήγηση γίνεται από τη Λουίζ η οποία θαυμάζει και αγαπάει τον αδελφό της. Όταν σταματάει η Λουίζ το λόγο παίρνουν με τη σειρά τους οι ήρωες του έργου. Οι διάλογοι είναι σχηματικοί, ελλιπτικοί και υπαινικτικοί. Υποβάλλουν περισσότερα με τα βλέμματα από όσα λένε με τα λόγια τους.

 

Πώς παρουσιάζεται το ντεκόρ

– Γκέτο: παράγκες, μισογκρεμισμένα σπίτια, ερείπια, σκουπίδια.

– Κέηπ Τάουν: μεγάλη πόλη, πλούσια σπίτια, πάρκα, δρόμοι.

 

Πώς παρουσιάζονται τα πρόσωπα

Οι κάτοικοι του γκέτο: τύποι παρακμιακοί, φτωχοί, απόκληροι, δεν κινούνται δεν εργάζονται.

 

  • ο Μαντίμπα, θλιμμένος, ονειροπόλος, έχει την ευγενή φιλοδοξία να γίνει σκηνοθέτης, να ζει τίμια. Στεναχωριέται για τα στραβά που συμβαίνουν γύρω του, δεν εξωτερικεύει εύκολα τα αισθήματά του, είναι ήρεμος και υπομονετικός (13 ετών). Σαν ένας νέος Dziga Vertov (o σκηνοθέτης που γύρισε την ταινία Ο Άνθρωπος με την Κινηματογραφική Μηχανή ), κινηματογραφεί το περιβάλλον του.
  • ο πατέρας του Μαντίμπα, μέθυσος που ήθελε να γίνει ηθοποιός, που έχει το ακαταλόγιστο, ένας γκροτέσκο τύπος που συχνά λείπει από το σπίτι.
  • η μητέρα, βασανισμένη γυναίκα που διαμαρτύρεται για την απουσία του συζύγου και που έχει να μεγαλώσει τα παιδιά της.
  • τα παιδιά της όλων των ηλικιών, μέχρι βρέφος της αγκαλιάς (δεν είναι αμελητέο στοιχείο για το ρόλο του συζύγου, ούτε για την αντίδραση της συζύγου).
  • η Λουίζ, χαριτωμένη, δεν αρνιέται τα κλοπιμαία δώρα του Σίπο (μικρότερη από τον Μαντίμπα).
  • ο Σίπο είναι ένας εκκολαπτόμενος  κακοποιός (συνομήλικος του Μαντίμπα). Έχει αληθινά αισθήματα φιλίας για τον Μαντίμπα και τη Λουίζ. Βάζει στο μάτι και την Εστέλ κι αυτό δυσκολεύει  τη σχέση του με τον Μαντίμπα.

Οι άνθρωποι της πόλης:

 

Κινούνται γρήγορα στους δρόμους, περπατούν στα πάρκα, έχουν αυτοκίνητα

 

  • η Εστέλ (συνομήλικη, σχεδόν, του Μαντίμπα αισθητά πιο ψηλή), μοντέρνα, χωρίς προκαταλήψεις, σε συνεχή κόντρα με τις ρατσιστικές προκαταλήψεις των γονιών της. Φοράει το σκουλαρίκι στη μύτη μόνο και μόνο για να τους εξοργίζει.
  • ο πατέρας της Εστέλ, επιφανής γιατρός, είναι ιδιαίτερα σκληρός και αδιάλλακτος για τις σχέσεις   της  κόρης του με τους μαύρους.
  • η μητέρα της Εστέλ, στην ουσία,  παρουσιάζεται κυρίως, σε δύο πλάνα. Στην αρχή, και όταν η Εστέλ δίνει χρήματα σ’ ένα ζητιάνο, η μητέρα της κάνει παρατήρηση «γιατί τα πέταξες». Η μικρή απαντά «δεν τα πέταξα, τα έδωσα», κι εκείνη επιμένει «γιατί τα πέταξες», υποβάλλοντας έτσι πλάγια τη ρατσιστική της διάθεση, θεωρώντας, προφανώς, πεταμένα τα χρήματα προς τους  ζητιάνους. Στο τέλος του έργου, κι ενώ ο σύζυγός της παρατηρεί αυστηρά την κόρη του για την παρέα της  με τους μαύρους, εκείνη αποκαλύπτει ότι ο πατέρας είχε γιαγιά έγχρωμη και γι’ αυτό ποτέ δεν της μιλούσε.
  • ο δάσκαλος της μουσικής, ώριμος, ανεκτικός, δε φοβάται την επικοινωνία με τους έγχρωμους. Στο σπίτι του δεν ισχύουν οι φυλετικές διακρίσεις και τα παιδιά βρίσκουν κατανόηση, καταφύγιο, στοργή. Έχει σωστή κρίση, προβλέπει σωστά την κατάληξη του Σίπο και το ευοίωνο μέλλον του Μαντίμπα.  Πιστεύει πως η μουσική δεν έχει «χρώμα», δεν χωρίζει, αντιθέτως ενώνει τους ανθρώπους.
  • η μαύρη υπηρέτρια, εμφανίζεται ελάχιστα, αλλά αρκετά για να δώσει το στίγμα της τρομοκρατίας που  υφίσταται στο πλούσιο σπίτι που εργάζεται.

Τα κοινωνικά επίπεδα της ταινίας

 

Οι λευκοί και οι μαύροι

Οι πλούσιοι και οι φτωχοί

 

Η γλωσσική ποικιλία

Η γλωσσική ποικιλία είναι συνηθισμένη στα περιθωριακά στρώματα της κοινωνίας. Τα παιδιά πολλές φορές αποκαλούν ο ένας τον άλλο «φίλε». Το ύφος και ο τόνος της φωνής υποβάλλουν το χαμηλό κοινωνικό στρώμα επίσης.

 

Τα ενδυματολογικά

Τα παιδιά είναι ντυμένα όπως όλα τα φτωχά παιδιά του κόσμου, με τα αφοφόρια των πλούσιων λευκών. Φόρμες αθλητικές, σε νούμερο μεγάλο, σέρνονται σχεδόν στο έδαφος, καπελάκια τζόκευ με το γείσο στο πλάι, μπλούζες φαρδιές, παπούτσια αθλητικά. Θυμίζουν τα παιδιά στις ταινίες του Σαρλώ.

Η Εστέλ από την άλλη είναι ένα μοντέρνο κορίτσι με σκούρα μαλλιά και πολλά κοτσιδάκια, τούφες που πέφτουν επιμελώς ατημέλητες, κολάν,  μπλουζάκια.

Οι γονείς της καλοβαλμένοι λευκοί του Κέηπ Τάουν.

 

Κάποια τεχνικά στοιχεία

Στην αρχή το πλάνο είναι σκούρο και κοντινό είναι τα παιδιά που παίζουν κοντά στη σιδηροδρομική γραμμή. Κι έπειτα το πλάνο ανοίγει πάνω από το γκέτο με τις τενεκεδένιες στέγες, τις λάσπες, τις ανηφόρες, τις κατηφόρες, τα στενά περάσματα από το ένα σπίτι στο άλλο, τους σωρούς από άχρηστα πράγματα.

Εντύπωση κάνουν από την αρχή τα σκληρά χρώματα. Οι σκοτεινές αποχρώσεις και τα κοντινά κυρίως πλάνα. Η κάμερα τριγυρίζει πολύ κοντά στα σώματα των παιδιών, στα πόδια τους, τα βήματά τους, στην κίνηση του σώματος, τα παπούτσια τους. Συχνά κάνει ζουμ στα πρόσωπά τους, στα σκούρα μάτια τους, στα θλιμμένα βλέμματα καθώς επίσης και στο οργισμένο βλέμμα της Εστέλ. Ο φακός κινείται πολύ γρήγορα, παρακολουθεί τα πάντα και καταγράφει τα πάντα. Κι αυτός είναι ο πρώτος φακός, ο φακός του επαγγελματία σκηνοθέτη, γιατί υπάρχει και ο φακός του ερασιτέχνη, για την ώρα, ο φακός του Μαντίμπα. Αυτός κινείται άτσαλα, βιαστικά για να πάρει όσο πιο πολλά μπορεί. Η γκάμα των λήψεων είναι πλούσια. Κινείται από το ασπρόμαυρο χιόνι, στην έγχρωμη, όπως και οι ήρωές της, πραγματικότητα. Η κάμερα συχνά τρέμει, τα πλάνα, αμοντάριστα, διαδέχονται το ένα το άλλο, ωστόσο αποτελούν αδιάψευστο μάρτυρα, αφενός της κοινωνικής πραγματικότητας και αφετέρου του ονείρου του Μαντίμπα να γίνει σκηνοθέτης. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για σινεμά μέσα στο σινεμά όπως συμβαίνει και στο λεγόμενο «θέατρο εν θεάτρω».

Η ταινία έχει έναν καταλυτικό, ποιητικό ρεαλισμό. Κινείται ανάμεσα στη σκληρή πραγματικότητα και στο όνειρο. Γιατί ο φακός που συχνά φιλμάρει, ζουμάρει στα πρόσωπα  των παιδιών δίνει την εντύπωση πως θέλει να αποκαλύψει την ψυχή που κρύβουν μέσα τους, την καταπιεσμένη παιδικότητα από την ανάγκη της επιβίωσης, τη χαμένη αθωότητα.

Ο χώρος έτσι όπως προσδιορίζεται -το γκέτο στις παρυφές της μεγάλης πόλης- οι αντιθέσεις πόλης και καλοζωισμένων αστών από τη μια, οι απόκληροι της κοινωνίας από την άλλη, μας θυμίζει κάτι από τη Μάμα Ρόμα, αλλά και άλλες ταινίες του Φελίνι, όπου οι πόρνες κάνουν πιάτσα  στις παρυφές του μεγάλου δρόμου και στο βάθος οι ψηλές πολυκατοικίες της σύγχρονης ανεγειρόμενης Ρώμης δηλώνουν την ανερχόμενη αστική τάξη. Δυο κόσμοι τόσο κοντά και τόσο μακριά συγχρόνως.

Ο σκηνοθέτης επανέρχεται σε καθρεφτισμούς πάνω στα νερά. Ο Μαντίμπα ισορροπεί στο χείλος του σιντριβανιού και  παρακολουθεί τη σκιά του στα νερά. Δεύτερη φορά συμβαίνει αυτό στην πισίνα, στο σπίτι της Εστέλ κλπ. Πρόκειται για ένα πλάνο, στο οποίο η πραγματικότητα βρίσκεται αντιμέτωπη με το όνειρο, που παραμένει σκιά για τον μικρό ήρωα της ταινίας. Όταν η Εστέλ τον σπρώχνει και πέφτει μέσα στην πισίνα αισθανόμαστε πως τον παρακινεί (ο χαρακτήρας της άλλωστε συνάδει με αυτό) να τολμήσει να αγγίξει το όνειρο.

 

Οι αντιθέσεις

 

  • ο κόσμος των μαύρων και ο κόσμος των λευκών.
  • ο κόσμος των φτωχών και ο κόσμος των πλουσίων.
  • ο κόσμος των μεγάλων και ο κόσμος των μικρών.
  • ο κόσμος της πραγματικότητας και ο κόσμος του ονείρου.
  • ο κόσμος των «καλών» και ο κόσμος των «κακών».
  • η επαγγελματική κάμερα, η ερασιτεχνική κάμερα.
  • τα παραβατικά παιδιά, τα αγωνιζόμενα να επιβιώσουν παιδιά.
  • η ειρηνική ζωή, η βία.
  • ο ρατσισμός και η αποδοχή του άλλου

Οι «καλοί» και οι «κακοί»

 

Με αφορμή μια από τις παραπάνω αντιθέσεις παρατηρούμε ότι οι ρόλοι είναι μπερδεμένοι. Οι «καλοί» λευκοί -ο πατέρας της Εστέλ- παρουσιάζεται ιδιαίτερα αγχωμένος. Προσπαθεί να εμποδίσει την κόρη του στις συναναστροφές της και, στην προσπάθειά του αυτή, γίνεται πιεστικός, άδικος, σκληρός.

Από την άλλη ο Σίπο εξαναγκάζει τους λευκούς να του δώσουν τα χρήματά τους με την απειλή όπλου. Κι όμως δεν μας δημιουργεί μίσος, αλλά  μόνο οίκτο για το πού μπορεί να φτάσει. Όλοι ξέρουμε πως το όπλο δεν έχει σφαίρες. Ο τρόπος όμως που το χρησιμοποιεί δείχνει ότι εξασκείται για τον μελλοντικό εγκληματικό του ρόλο, αν ζήσει για να τον ασκήσει.

Η σκηνή που όλα τα παιδιά «ρουφάνε» από ένα πλαστικό μπουκάλι «κάποια» ύποπτη  ουσία, «κόλλα», κεντρίζει τον εφησυχασμό μας.

Last modified: 11 Μαρτίου 2007

« Previous Next »

Close