Για την υπόθεση Ρωμανού
Του Νίκου Μπογιόπουλου
Καθόλου τυχαία και καθόλου «απερίσκεπτη» δεν είναι η τακτική της κυβέρνησης στην υπόθεση του καταδικασμένου για ληστεία Ν.Ρωμανού. Όπως καθόλου τυχαία και καθόλου «απερίσκεπτη» δεν ήταν η κίνηση των κυβερνώντων πριν από 1,5 χρόνο να δώσουν στη δημοσιότητα τις φωτογραφίες με εμφανή τα σημάδια της κακοποίησηςτων συλληφθέντων στην Κοζάνη.
Κάθε άλλο παρά της διέφυγε, τότε, το γεγονός ότι θα ερχόταν στο φως η αγριότητα των υπηρεσιών καταστολής και οι μέθοδοι λιντζαρίσματος που ακολουθούν. Αυτό ακριβώς ήθελε! Το ίδιο ακριβώς επιθυμεί και σήμερα: Θέλει να διατρανώσει, θέλει να διαλαλήσει προς πάσα κατεύθυνση ότι η «υπέρτατη αξία» του κώδικα βάσει του οποίου «πρέπει» να πορεύεται η κοινωνία δεν είναι άλλη από το «νόμος και τάξη». Και ακόμα παραπέρα: Η κοινωνία «πρέπει» να μάθει και «πρέπει» να αποδεχτεί – ή έστω να συμβιβαστεί και να ανεχτεί – ότι στο πλαίσιο της επιβολής «του νόμου και της τάξης» συμπεριλαμβάνονται όλα τα μέσα. Ακόμα και η μέθοδος της εξόντωσης…
Tα μαγειρεία της διαμόρφωσης συνείδησης εκείνο στο οποίο στόχευαν εξ αρχής με την υπόθεση του Βελβεντού ήταν η «εξοικείωση» του κοινού με αυτές τις μεθόδους. Η «νομιμοποίησή τους». Ξεκίνησαν με την τακτική καλλιέργειας κλίματος «αποδοχής» του ξυλοδαρμού και τουβασανισμού ως «δικαιολογημένου» ή και «αμυντικού» μέσου της εξουσίας, που ασκείται προς όφελος της κοινωνίας. Συνέχισαν με την συκοφαντία ότι οι συλληφθέντες ήταν «τρομοκράτες». Και τώρα προχωρούν στην επόμενη φάση που λέει πως αυτός ο περίφημος «μέσος άνθρωπος», θα πρέπει να συμβιώνει με την ύπαρξη «λευκών κελιών» και με την ιδέα ότι οι εκεί έγκλειστοι έχουν να διαλέξουν: Η’ θα αποδεχτούν τα «λευκά κελιά» τους ή θα πεθάνουν…
Ανέκαθεν η τρομοκράτηση και ο εκφοβισμός του κόσμου για όσα θα μπορούσε να πάθει «αν δεν κάτσει ήσυχα» είναι η μια όψη του νομίσματος του κράτους – εισαγγελέα, του κράτους – χωροφύλακα, του κράτους – δεσμοφύλακα. Η άλλη όψη είναι εκείνη που φιλοτεχνούν τα ιδεολογικά και κατασταλτικά όργανα του κράτους: Να δημιουργήσουν ένα αίσθημα«συμφιλίωσης» με τη βαρβαρότητα, στην οποία ο λαός θα παραδοθεί «ανεπαισθήτως» μέσα από τη δύναμη της εικόνας μιας «ανυποχώρητης» και «άτεγκτης» εξουσίας.
Ο λαός – σκέφτονται οι κυβερνώντες – θα λάβει καλύτερα το μήνυμα «κάτσε Βασίλη φρόνιμα να γίνεις νοικοκύρης» μέσα από τέτοιες εικόνες που θα τον να κάνουν να «συνηθίσει» τέτοιες συμπεριφορές. Και είναι ευκολότερο να τις «αποδεχτεί» και να τις «συνηθίσει» αν οι συμπεριφορές αυτές ακολουθηθούν – και διαφημιστεί ότι ακολουθούνται – απέναντι σε ληστές, απέναντι σε ενδεχόμενους τρομοκράτες, απέναντι σε «αποσυνάγωγους».
Ο λόγος είναι απλός: Αν ο λαός «διδαχτεί» να βλέπει σαν «λογικό» το να πέφτει και «καμιά ψιλή» σε ακινητοποιημένους ληστές και σε έγκλειστους τρομοκράτες, αν «διδαχτεί» να βλέπει σαν «λογικό» μέσο «σωφρονισμού» την εξώθηση σε φυσική εξόντωση του «εγκληματία» ή του εγκληματία, τότε είναι πιο εύκολο, όντας «εξοικειωμένος» με αυτές τις συμπεριφορές, να μη διαθέτει πια αντιστάσεις όταν οι ίδιες συμπεριφορές επιδεικνύονται απέναντι σε «άλλα αντικοινωνικά» στοιχεία. Απέναντι σε κάθε λογής «παρανόμους»: Από μετανάστες μέχρι διαδηλωτές. Από «συντεχνίες» όπως, για παράδειγμα, οι «συντεχνίες των απεργών» μέχρι τις «συντεχνίες» των μαθητών που έφτασαν να παραπέμπονται με τον «αντιτρομοκρατικό» νόμο…
Οι φωτογραφίες που μοιράστηκαν πέρσι με τα κακοποιημένα πρόσωπα των 4 του Βελβεντού, οι ιαχές που στήθηκαν στα ΜΜΕ περί «τρομοκρατών», η αντιμετώπιση της απεργίας πείνας του Ρωμανού με όρους τιμωρητικούς, δεν αποτελούν «λαθεμένες» κινήσεις. Είναι μέρος της επιχείρησης «να μάθουν» να συμβιώνουν οι πάντες με την καθημερινή καταστολή ή με την απειλή καταστολής εναντίον τους. Ένας τρόπος «να μάθουν» είναι και μέσω αυτής της δημόσιας, της διατυμπανισμένης αφαίρεσης δικαιωμάτων από τον ληστή, σήμερα, από τον οποιονδήποτε αύριο, που – σύμφωνα με τους ραβδούχους – «δεν θα κάθεται καλά».
Μέσω της «εξοικείωσης» με την αγριότητα ή με την απειλή της αγριότητας να πλανάται στον ορίζοντα, είναι πιο εύκολο – σκέφτονται οι κυβερνώντες – να κάνουν τον «λαουτζίκο» να φοβηθεί, να μπει στα καλούπια τους και να υποταχτεί σε εκείνο ακριβώς που ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΝΔ, ο κύριος Άδωνις Γεωργιάδης, το αποκάλεσε με το όνομά του: «Νόμιμη κρατική βία»…
Στην πραγματικότητα, λοιπόν, αυτό που συμβαίνει δεν είναι η υπόθεση Ρωμανού να κριθεί με βάση τη συμφωνία ή την (κάθετη σε ό,τι μας αφορά) διαφωνία στην τακτική της ατομικής ένοπλης δράσης των Καλάσνικοφ σαν μέσο «επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας» (σσ: δράση η οποία αξιοποιείται από τους κρατικούς μηχανισμούς για να επιτευχθεί το ακριβώς αντίθετο από τις διακηρύξεις της – όπως δείχνει και η τρέχουσα υπόθεση – και που η στήλη επ’ αυτών έχει καταστήσει ξεκάθαρη τη θέση της σε σειρά άρθρων ώστε να μην κολλάει επάνω της καμία προβοκάτσια και καμία βλακεία).
Αυτό που αναδεικνύεται έχει να κάνει με το εξής: Έχει ιστορικά αποδειχτεί ότι όλες σχεδόν οι απαλλοτριώσεις δικαιωμάτων ξεκινούν από απαγορεύσεις που επιβάλλονται εναντίον εκείνου που είναι ή φαντάζει σαν εξόφθαλμο. Και επιλέγεται να γίνει η αρχή από το εξόφθαλμο, επειδή η κοινή γνώμη είναι ευκολότερο να κάνει αποδεκτή την απαγόρευση που στρέφεται ενάντια στο εξόφθαλμο ή σε εκείνο που η εκάστοτε εξουσία θα επιλέξει να βαφτίσει σαν «εξόφθαλμα κακό».
Αλλά: Αν στο όνομα της αντιμετώπισης του – πραγματικά ή κατασκευασμένα – «εξόφθαλμου» δεχτείς ως «νομιμότητα» την τακτική της εξόντωσης, τότε αρχίζεις ανεπαισθήτως να αποδέχεσαι το ξήλωμα της κάλτσας όλων των δικαιωμάτων, μη εξαιρουμένου του δικαιώματος της ανθρώπινης ζωής. Και τότε έχεις ανοίξει την κερκόπορτα για όλες τις υπόλοιπες εξοντώσεις που θα έρθουν.
Τι είδους εξοντώσεις θα είναι αυτές και ποιους θα αφορούν; Θα το καθορίσει ο εκάστοτε ισχυρός. Ο οποίος μετά από πλύση εγκεφάλου και στο πλαίσιο ενός συσχετισμού πολιτικής δύναμης που τον ευνοεί, θα σε έχει προηγουμένως υποχρεώσει να αποδεχτείς σαν «εξόφθαλμα» βλαπτικό ετούτο ή το άλλο, που ο ίδιος θα το έχει δαιμονοποιήσει ανάλογα με τα δικά του συμφέροντα.
Συνεπώς: Σε συνθήκες που η δημοκρατία των λίγων υποδύεται των φύλακα – άγγελο των πολλών (που τους ξεζουμίζουν οι λίγοι), σε συνθήκες που αυτή η δημοκρατία απογυμνώνεται πλήρως από την όποια βολταιρική καταγωγή της και αρχίζει σκόπιμα να «μπερδεύει» την τιμωρία με την εκδίκηση, είναι στοιχειώδης δημοκρατική άμυνα η εναντίωση στον δυνατό τη στιγμή που επιδιώκει να οικοδομήσει ένα καθεστώς όπου θα έχει εξουσία «ζωής ή θανάτου» απέναντι στον οποιονδήποτε – φυλακισμένο μάλιστα – αντίπαλό του.
Αν του επιτραπεί αυτή η ευχέρεια τότε, στην ουσία, εκείνο που παρέχεται στον εκάστοτε (οικονομικά, πολιτικά, κατασταλτικά) ισχυρό μέσα στο σύστημα της εκμετάλλευσης, είναι να ορίζει όχι μόνο τι είναι «εγκεκριμένο» και τι όχι. Εκείνο που του παρέχεται είναι το «δικαίωμα» να αποφασίζει με όρους «ζωής ή θανάτου» απέναντι σε ό,τι δεν εγκρίνει.
Αλλά από το σημείο αυτό και μετά είναι που ξεκινά ο φασισμός.
Last modified: 2 Δεκεμβρίου 2014