Ορισμένα γεγονότα έχουν την αξία τους ακόμα και σημειολογικά. Η παρουσίαση της έκθεσης του ΟΟΣΑ για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα πραγματοποιήθηκε παρουσία της Gabriela Ramos, υπεύθυνης προσωπικού του ΟΟΣΑ, απεσταλμένης των G20 (δηλαδή των 20 πιο πλούσιων χωρών του κόσμου) και πρωτεργάτρια των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων στο Μεξικό. Εκεί που χρόνια τώρα οι εκπαιδευτικοί διώκονται και φυλακίζονται γιατί αγωνίζονται ενάντια σε μια σκληρά νεοσυντηρητική εκπαιδευτική αναδιάρθρωση, ενώ τον Ιούνη του 2016 το κίνημά τους μέτρησε και νεκρούς. Το αναφέρουμε για την ιστορία.
«Εκπαίδευση για ένα Λαμπρό Μέλλον στην Ελλάδα» λοιπόν και η επιλογή του τίτλου της νέας έκθεσης του ΟΟΣΑ δεν είναι τυχαία, με τη ρητορική που προκύπτει από αυτόν να έχει δύο κατευθύνσεις. Από τη μια, για μια ακόμα φορά οι αναδιαρθρώσεις στην εκπαίδευση εμφανίζονται ως εκείνες που θα λύσουν τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα της χώρας και των εργαζομένων της. Από την άλλη, πηγαίνει χέρι-χέρι με την κυβερνητική αφήγηση για τις «καλύτερες μέρες» που έρχονται στη «μεταμνημονιακή εποχή».
«Η χώρα βγαίνει από την κρίση», λέει εισαγωγικά η έκθεση του ΟΟΣΑ. Σε αυτό το πλαίσιο, «υπάρχουν ενθαρρυντικοί παράγοντες που χαρακτηρίζουν σήμερα το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, ωστόσο υπάρχουν ακόμα προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν». Ενώ συνεχίζει με ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη όλων αυτών που μαστίζονται από την κρίση και τα αποτελέσματά της, λέγοντάς τους ότι «η προσαρμογή στην κρίση έγινε επώδυνα αλλά επιτυχημένα». Η κυβέρνηση παίρνει συγχαρητήρια, το ίδιο και εμείς που δείξαμε «ανθεκτικότητα».
Το κείμενο της έκθεσης, που συντάχθηκε κατά παραγγελία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, είναι ένας συνδυασμός όλων των γνωστών νεοσυντηρητικών συνταγών για την εκπαίδευση και μιας κακής «έκθεσης ιδεών». Είναι φανερή η προσπάθεια του υπερεθνικού οργανισμού να υπεραμυνθεί των αναδιαρθρώσεων που είτε έχουν υλοποιηθεί είτε είναι προς υλοποίηση. Το πλαίσιο συνδιαμορφώνεται, τα πρακτικά βήματα έχουν ήδη δρομολογηθεί. Οι «συστάσεις πολιτικής» που διατρέχουν την έκθεση δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια προσπάθεια καταγραφής των επόμενων βημάτων στην εφαρμογή όλων εκείνων των αναδιαρθρώσεων που επιχειρούν οι κυβερνήσεις – πρώην και νυν.
Στα πλαίσια αυτού του κειμένου είναι δύσκολο να αναφερθούμε με λεπτομέρειες σε όλες τις πλευρές. Για αυτό θα επικεντρώσουμε σε κάποια κομβικά κατά τη γνώμη μας σημεία, τα οποία προβάλλονται κατά το δοκούν και από την κυβερνητική πλευρά, αλλά και διαφόρων ομάδων και συλλογικοτήτων που βλέπουν τον υπερεθνικό οργανισμό όχι απέναντι αλλά σύμμαχο.
Ένα από τα βασικά ζητήματα που τίθενται είναι εκείνο των διορισμών και της διαχείρισης του εκπαιδευτικού προσωπικού. Εδώ αναγνωρίζεται σαφώς το γεγονός ότι υπάρχει μεγάλος αριθμός αναπληρωτών εκπαιδευτικών. Αντιγράφουμε από την έκθεση:
«Η επίλυση του προβλήματος των λιγότερων οργανικών θέσεων ήταν ευφυής (!) και από διοικητική, και από οικονομική άποψη. Η εναλλακτική λύση ήταν η χρήση αναπληρωτών εκπαιδευτικών, με τη συμφωνία και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής…..Δεν μισθοδοτούνται κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, κι έτσι – από μια μακροοικονομική άποψη, δεν αποτελούν μια επιπλέον μακροχρόνια επιβάρυνση του εθνικού προϋπολογισμού. Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει συμφωνήσει ότι μπορούν χρήματα του Ευρωπαϊκού Διαρθρωτικού Ταμείου να καλύπτουν τους μισθούς των αναπληρωτών (τυπικά, οι δαπάνες αυτές δεν αντιπροσωπεύουν μισθούς αλλά εκπαιδευτικές υπηρεσίες, γι’αυτό δεν λαμβάνουν μισθό το καλοκαίρι)…
…. Είναι αλήθεια ότι ένα πλήρες πάγωμα των μόνιμων διορισμών είναι επιβλαβές για την εκπαίδευση. Εάν παραμείνει το σύστημα των οργανικών θέσεων, αυτό που χρειάζεται είναι ένα διαφανές και αντικειμενικό σύστημα κατανομής οργανικών ή μόνιμων θέσεων στις σχολικές μονάδες. Γι’αυτό μια απλή επιστροφή στην προ κρίσης προσέγγιση είναι μια πολιτική επιλογή που μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες και απαιτεί βαθύτερη συζήτηση». Στη συνέχει τονίζεται ότι η λύση των μόνιμων διορισμών«όχι μόνο είναι ακριβή, αλλά θα επαναφέρει ακαμψίες στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο οι αναπληρωτές βοηθούν πολύ συχνά. Οι ελληνικές αρχές πρέπει να αξιοποιήσουν την κρίση για να εφαρμόσουν μακροπρόθεσμες λύσεις, οι οποίες κάτω από διαφορετικές συνθήκες μπορεί να μην είναι διαθέσιμες».
Αυτό η κυβέρνηση και τα διάφορα ΜΜΕ τα «διάβασαν» ως προτροπή του ΟΟΣΑ για μόνιμους διορισμούς στην εκπαίδευση!
Η συνέχεια είναι ακόμα πιο αποκαλυπτική:
«Τα σχέδια βελτίωσης των σχολείων δεν μπορούν να είναι αποτελεσματικά χωρίς ειλικρινή αξιολόγηση της συνεισφοράς στην παιδαγωγική διαδικασία του κάθε εκπαιδευτικού και τελικά χωρίς μια διαδρομή διακοπής της απασχόλησης των αδύναμων εκπαιδευτικών». Είναι εντυπωσιακό πώς μπορεί το σύστημα να χρησιμοποιεί λέξεις και εκφράσεις για να προσπαθήσει να κρύψει αυτό που πραγματικά εννοεί, εν προκειμένω τις απολύσεις.
Σε διάφορα σημεία της έκθεσης, και μάλιστα με εμμονικό θα έλεγε κανείς τρόπο, τονίζεται το γεγονός ότι ο διευθυντής του σχολείου δεν έχει τη δυνατότητα να επιλέγει ο ίδιος το προσωπικό που «ταιριάζει» καλύτερα στις ανάγκες του σχολείου του. Επαναλαμβάνεται πολλάκις ότι δεν μπορεί μια διαδικασία προσλήψεων να γίνεται συνολικά και κεντρικά, με βάση το σύνολο των «κενών θέσεων». Η επιλογή του καλύτερου εκπαιδευτικού ή εκείνου που «ταιριάζει» με το προφίλ του κάθε σχολείου πρέπει να είναι ένας από τους μακροπρόθεσμους στόχους όσον αφορά στις προσλήψεις. «Η παιδαγωγική αυτονομία μπορεί να είναι αποτελεσματική μόνο αν πηγαίνει χέρι-χέρι με τη θεσμική αυτονομία και την ενίσχυση της θέσης των διευθυντών, την ικανότητά τους να αξιολογούν και να επιλέγουν το προσωπικό της σχολικής μονάδας. Χωρίς αυτή την κρίσιμη πλευρά, η παιδαγωγική αυτονομία δεν έχει νόημα».
Ιδιαίτερα προβληματικό θεωρείται επίσης από τους συντάκτες της έκθεσης το ότι «οι αναπληρωτές αφού έχουν τη δυνατότητα να ξαναπροσλαμβάνονται μόνο με βάση την προϋπηρεσία και κανένα άλλο αξιολογικό κριτήριο έχουν μια «μόνιμη εναλλαγή στις θέσεις εργασίας» (permanent turnover) . Άρα πρέπει να υπάρχει σχέδιο βελτίωσης της σχολικής μονάδας, αξιολόγηση συγκεκριμένων παιδαγωγικών παρεμβάσεων, ενίσχυση των πιο αδύναμων εκπαιδευτικών από τους ισχυρότερους».
Ένας άλλος «ευφυής» τρόπος με τον οποίο μπορεί να παρακαμφθεί το ακανθώδες θέμα των μόνιμων διορισμών όπως το ξέραμε, είναι η δημιουργία «διαφόρων κατηγοριών δημοσίων υπαλλήλων…..που θα μπορούσαν να προσφέρουν μια αρκετά σταθερή αλλά όχι απαραίτητα δια βίου απασχόληση, για παράδειγμα για πέντε χρόνια, πριν την απόκτηση μια οργανικής θέσης και εργασιακής εξασφάλισης. Θα μπορούσαν να υπάρχουν διάφορες τέτοιες κατηγορίες, για παράδειγμα το παιδαγωγικό προσωπικό στα σχολεία και στα πανεπιστήμια μπορεί να έχει κατά κάποιον τρόπο διαφορετικούς ρόλους και διαδικασίες – καθώς και αμοιβές». Είναι τέτοια η «προσήλωση» στη μόνιμη και σταθερή δουλειά των εκπαιδευτικών, που για το ολιγόωρα μαθήματα προκρίνεται η πρόσληψη εκπαιδευτικών μερικής απασχόλησης (part–time) με συμβάσεις κάποιων χρόνων.
Μονιμοποίηση λοιπόν της αναπλήρωσης και όχι των εκπαιδευτικών, αυτό είναι το όραμα το οποίο με τόση περηφάνια περιφέρει η κυβέρνηση ως «επιτυχία».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η αναφορά στην «αποτυχία» του δημόσιου διαλόγου για την παιδεία, γεγονός που «δεν βοηθά στη συμμετοχή των εμπλεκόμενων με την εκπαίδευση φορέων στη διαμόρφωση πολιτικής». «Οι αντιπαραθέσεις εμπόδισαν ταforum που θα ξεκινούσαν το δημόσιο διάλογο», εννοώντας τις εκπαιδευτικές κινητοποιήσεις που δεν νομιμοποίησαν τις διαδικασίες αυτού του ψευδεπίγραφου «διαλόγου». Όσοι συμμετείχαν σε αυτές απλά « εκτόνωσαν την απογοήτευσή τους από την κυβερνητική πολιτική, όμως δεν έχουν ένα όραμα προσανατολισμένο στο μέλλον για την εκπαίδευση και τα παιδιά τους».
Για την αυτονομία σχολικής μονάδας και την αξιολόγηση στην εκπαίδευση
Η καθιέρωση της θεματικής εβδομάδας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και το νομοσχέδιο για τις εκπαιδευτικές δομές που αναφέρεται και στις διαδικασίες της αυτοαξιολόγησης της σχολικής μονάδας θεωρούνται από την έκθεση θετικά βήματα στην κατεύθυνση της αυτονομίας, όχι όμως αρκετά. Το χαμηλό επίπεδο αυτονομίας των σχολείων, εκτιμά ο ΟΟΣΑ, εμποδίζει το διευθυντή να αναζητά επιπλέον χρηματοδότηση για το σχολείο, να βελτιώνει την εκπαιδευτική διαδικασία, να αναπτύσσει καινοτόμα προγράμματα, ενώ είναι μειονέκτημα το ότι «δεν έχει εκπαίδευση σε επιχειρηματικές δεξιότητες».
Όπως ήταν φυσικό, γίνεται εκτεταμένη αναφορά στο θέμα της αξιολόγησης σε συνάρτηση με την αποτελεσματικότητα της μάθησης, η οποία πρέπει να μετριέται με βάση standards και καθορισμένα κριτήρια προς επίτευξη. Τα ελληνικά σχολεία πρέπει να θέτουν και να επικοινωνούν υψηλούς στόχους για την απόδοση στην εκπαίδευση για όλους τους μαθητές, να έχουν ξεκάθαρες προσδοκίες, να απαιτούν σκληρή δουλειά και να χρησιμοποιούν στρατηγικές αξιολόγησης, που θα περιλαμβάνουν μια ισχυρή έμφαση στη διαγνωστική αξιολόγηση. Το αναλυτικό πρόγραμμα πρέπει να θέτει υψηλές προσδοκίες για κάθε παιδί ανεξάρτητα από την κοινωνική του θέση. Είναι η κλασσική συνταγή των νεοσυντηρητικών εκπαιδευτικών πολιτικών, που στην ακραία τους μορφή εφαρμόζεται στις ΗΠΑ και στη Μεγάλη Βρετανία, με καταστροφικές συνέπειες για τους μαθητές.
Τέλος, τονίζεται η ανάγκη ενός καλά σχεδιασμένου πλαισίου αξιολόγησης, με καθορισμένους στόχους και ξεκάθαρα κριτήρια και standards για την ποιότητα του σχολείου. Επαναλαμβάνεται για μια ακόμα φορά όλο το «πλούσιο» λεξιλόγιο που έχουμε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια να βλέπουμε στα κείμενα της εκπαιδευτικής πολιτικής: η λογοδοσία, τα δεδομένα (data), τα πλαίσια, η αποδοτικότητα, η πλατιά συναίνεση.
Last modified: 21 Απριλίου 2018