Τον «οδικό χάρτη» του νέου Δημοτικού παρουσίασε ο υπουργός Παιδείας, Ανδρέας Λοβέρδος, κατά την εισήγησή του στη συνεδρίαση του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας.
Αν ξύσει κανείς τα περιτυλίγματα και τα ευχολόγια, η πρόταση του υπουργείου Παιδείας περιλαμβάνει την ευελιξία του προγράμματος σπουδών (οι εκπαιδευτικοί συνδιαμορφώνουν σε ένα ποσοστό την ύλη), τη λειτουργική και διοικητική αυτοτέλεια των σχολικών μονάδων, την αλλαγή στο πρότυπο διοίκησης τόσο της σχολικής μονάδας όσο και γενικότερα σε επίπεδο Περιφέρειας και Διεύθυνσης, την ενίσχυση της αυτονομίας, του σχεδιασμού σε όλα τα επίπεδα, του προγραμματισμού, της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου και της λογοδοσίας, την ισχυροποίηση των Περιφερειακών Διευθύνσεων με αποκέντρωση, «καθετοποίηση» και αντιστοίχιση υπηρεσιών με κέντρο διαχείρισης προσωπικού την Περιφέρεια Εκπαίδευσης, την εμπλοκή των κοινωνικών εταίρων, των φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης, των γονέων και τη δημιουργία ενός σχολείου όχι μόνο γνώσεων, αλλά και δεξιοτήτων.
Καινοφανείς ιδέες από το παρελθόν
Ο υπουργός Παιδείας εξαγγέλλει ως «ριζοσπαστικές, φιλοεκπαιδευτικές αλλαγές» αυτές ακριβώς που προβλέπονταν και στο «νέο σχολείο» της προκατόχου του, Αννας Διαμαντοπούλου (την πολιτική της οποίας θέλει στην ουσία να «μετεξελίξει δημιουργικά»). Το 2009 η τότε υπουργός Παιδείας Α. Διαμαντοπούλου προτείνει «µια δυναµική εκπαιδευτική µονάδα, µε ευελιξία, λόγο και ευθύνη στη διαχείριση πόρων και την οργάνωση της µάθησης».
Βεβαίως, παρόμοιες κατευθύνσεις είχε και η πολιτική του υπουργείου αρκετά χρόνια πριν, το 1995, όταν υπουργός Παιδείας ήταν ο Γ. Παπανδρέου.
Οι εύηχες λέξεις του υπουργού Παιδείας «λιγότερες μεταδιδόμενες πληροφορίες», «λιγότερη ύλη» και «περισσότερη γνώση» είναι το καμουφλάζ για την επιβολή της πρώιμης εξειδίκευσης, της μετάδοσης απλά και μόνο των απαραίτητων δεξιοτήτων που απαιτεί η αγορά εργασίας (πολλή γυμναστική, λίγα ελληνικούλια, λίγα αγγλικούλια, στοιχεία από θετικές επιστήμες και χρήση των Η/Υ).
Είναι φανερό ότι το υπουργείο Παιδείας επείγεται να μετατρέψει τα σχολεία σε «αυτόνομες» μονάδες, κάτι σαν επιχειρήσεις που θα «βγάζουν το ψωμί τους μόνες τους», με την αξιοποίηση προγραμμάτων ΕΣΠΑ (που όλοι γνωρίζουν ότι δεν είναι τίποτε περισσότερο από «πληρωμένες οδηγίες» για την υποταγή της εκπαίδευσης στις ανάγκες του κεφαλαιοκρατικού κέρδους).
Πίσω από αυτού του τύπου τη διοικητική αυτοτέλεια, η οποία θα συνδέεται και με την αλλαγή στο πρότυπο διοίκησης της σχολικής μονάδας, κρύβεται ότι φορτώνεται η ευθύνη του κόστους λειτουργίας του σχολείου στους εκπαιδευτικούς και η μετακύλισή του στους γονείς των μαθητών.
Στο πλαίσιο της αποκέντρωσης, είναι προφανές ότι ο εκπαιδευτικός καλείται να έχει έναν νέο ρόλο και κυρίως αυτοί που ασκούν διοίκηση. Στην ουσία θα μετατραπούν σε μάνατζερ–διαχειριστές που θα είναι υποχρεωμένοι να αναζητούν πηγές χρηματοδότησης για τη λειτουργία του σχολείου. Την ίδια ώρα, η αποκεντρωμένη Περιφερειακή Διεύθυνση Εκπαίδευσης μαζί με τις κατά τόπους Διευθύνσεις και τους λεγόμενους κοινωνικούς εταίρους (δήμους, επιχειρήσεις κ.λπ.) θα κάνουν φύλλο και φτερό τα υπολείμματα των εργασιακών δικαιωμάτων των εκπαιδευτικών.
H ανάθεση μεγάλου μέρους της ευθύνης για τη χρηματοδότηση, τη λειτουργία, τους προσανατολισμούς κάθε εκπαιδευτικού ιδρύματος στο εκπαιδευτικό προσωπικό, τους εκπαιδευόμενους, τους γονείς, την «τοπική κοινωνία» και τους «παραγωγικούς φορείς» (δηλαδή τις επιχειρήσεις) είναι φανερό ότι καλλιεργεί την τάση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων να υποχωρήσουν στις απαιτήσεις των «πελατών», αφού η συντήρηση ή η ανάπτυξή τους εξαρτώνται άμεσα από τη «ζήτηση» των εκπαιδευτικών «προϊόντων» τους.
Είναι σαφές ότι οι δήμοι θα αναζητήσουν πόρους από ιδιωτικές επιχειρήσεις-χορηγούς, από νέους δημοτικούς φόρους και από εισφορές γονέων, καθώς η τοπική αυτοδιοίκηση έχει τη δυνατότητα να καθορίσει ανταποδοτικά τέλη για τη λειτουργία των σχολείων της περιοχής της.
Αυτή, βεβαίως, είναι μια μέθοδος μετακύλισης του κόστους λειτουργίας του σχολείου ακόμη μια φορά στον οικογενειακό προϋπολογισμό, ο οποίος ήδη στενάζει. Είναι φανερό ότι μέσα από την επιχείρηση «αποκέντρωση της εκπαίδευσης» προωθούνται η μεταφορά της ευθύνης και του κόστους στη λαϊκή οικογένεια, η διευκόλυνση της εισόδου του κεφαλαίου στην εκπαίδευση και η ένταση της ταξικής διαφοροποίησης.
Last modified: 3 Δεκεμβρίου 2014