Ποιητής, παραμυθάς, θεατρικός συγγραφέας, παιδαγωγός, διδάκτωρ Εγκληματολογίας στο πανεπιστήμιο του Ρέντινγκ, η προσπάθεια αποτίμησης του έργου του Ευγένιου Τριβιζά ακυρώνεται από το ίδιο το μέγεθος και την αξία του. Ας αφεθούμε στην παραμυθένια, παραβολική αφήγησή του που δεν φοβάται ούτε τους δράκους («Δράκους χρειάζονται αυτοί που μας κυβερνούν για να αυξάνουν τη δύναμη και τον έλεγχό τους πάνω μας») ούτε τα σκοτάδια («Αρκεί μια πυγολαμπίδα για να τα καταργήσει»).
Αταξίες: «Αχ μικρή Λουίζα,
γιατί έβαλες το δάκτυλο στην πρίζα;
Εσύ κορίτσι με αξία
γιατί έκανες τέτοια αταξία
και παραλίγο να πάθεις
ηλεκτροπληξία;
Μάθημα ας γίνει αυτό
σε όλες τις Λουίζες
να μην αγγίζουν πρίζες!
Αν θέλουν να πραγματοποιήσουν
τις πιο τρελές φιλοδοξίες,
πρέπει να αποφεύγουν
τις ηλεκτροπληξίες!»
Βαλίτσα: «Λόγω του ότι ταξιδεύω πολύ συχνά, χρόνια τώρα προσπαθώ να ανακαλύψω το ελαφρίδι (το αντίθετο από το βαρίδι). Το ελαφρίδι θα τα κάνει όλα ανάλαφρα. Θα βάζω ένα-δύο ελαφρίδια στη βαλίτσα μου και θα τη σηκώνω με μεγάλη ευκολία».
Γεννήθηκα: «Δεν γεννήθηκα στο Περού, αλλά ούτε στην Παραγουάη. Ο παππούς μου δεν ήταν ένας κοκκινομάλλης παραγεμιστής μαξιλαριών από τον Άγιο Δομίνικο και η γιαγιά μου δεν ήταν ούτε κόρη ενός Ουσάρου αξιωματικού του ρωσικού ιππικού, ούτε η μικρότερη ανιψιά ενός Βεδουίνου χηνοβοσκού από το Χαρτούμ. Απ’ ό,τι θυμάμαι, νομίζω ότι γεννήθηκα στη Χώρα των Χαμένων Χαρταετών απέναντι από ένα ψιλικατζίδικο που επιδιορθώνει κούκους ρολογιών».
Δράκος: «Όταν άκουγα τα πρώτα μου παραμύθια, συμπαθούσα τους δράκους. Λυπόμουν όταν αλαζονικοί πρίγκιπες τούς σκότωναν για να κατακτούν πριγκίπισσες. Πίστευα ότι ήταν θύματα μιας μεγάλης αδικίας και με ενοχλούσε το γεγονός όταν τα περιχαρή ζευγάρια έκτιζαν την ευτυχία τους πάνω στο πτώμα ενός άτυχου πλάσματος. Θαυμάζουμε, καμαρώνουμε και προστατεύουμε τα άγρια ζώα χωρίς να θεωρούμε το διαιτολόγιό τους αιτία για να τα εξοντώνουμε. Εφόσον θεωρούμε φυσικό για ένα λιοντάρι να κατασπαράζει ζαρκάδια, γιατί να μη δείχνουμε την ίδια κατανόηση και στην περίπτωση ενός δράκου που λιγουρεύεται πριγκίπισσες; Αργότερα κατάλαβα για ποιο λόγο όχι μόνο χρειαζόμαστε, αλλά πολλές φορές εκτρέφουμε συστηματικά στις κοινωνίες μας δράκους. Τους δράκους δεν τους χρειάζονται μόνο οι πρίγκιπες για να εντυπωσιάζουν με παράτολμα ανδραγαθήματα τρομοκρατημένες πριγκίπισσες. Δράκους χρειάζονται οι πολιτικοί για να αποσπούν την προσοχή μας από τα δικά τους καταστροφικά σφάλματα. Δράκους χρειάζονται τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης για να αυξάνουν την ακροαματικότητα και τις πωλήσεις τους. Δράκους χρειάζονται πάνω απ’ όλα, αυτοί που μας κυβερνούν για να τους επισείουν ως φόβητρα και να αυξάνουν τη δύναμη και τον έλεγχό τους πάνω μας. Δράκους χρειαζόμαστε κι εμείς για να απολαμβάνουμε μια αίσθηση ηθικής ανωτερότητας και να διασκεδάζουμε τη σφαγή τους. Όσο πιο πολύ πολεμάμε τους δράκους, τόσο περισσότερο κινδυνεύουμε να γίνουμε εμείς οι ίδιοι δράκοι. Αν δεν έχουμε γίνει ήδη…».
Ελπίδα: «Όλα είναι δυνατά, πάντα υπάρχει ελπίδα. Τα φρούτα μπορούν να απαλλαγούν από τους μανάβηδες που τα δυναστεύουν, οι μαύρες γάτες από τους ρατσιστές που είναι αποφασισμένοι να τις εξολοθρεύσουν και τα σκιάχτρα να φτερουγίσουν σαν τα πουλιά στον ουρανό».
Ζαχαρωτά: «Τα συνιστά ανεπιφύλακτα η Δόνα Τερηδόνα. Αν σας αρέσουν κι εσάς, σας συνιστώ να μεταναστεύσετε σε μία από τις τρεις χώρες που έχω ανακαλύψει, το Λιχουδιστάν, το Κουφέιτ ή τη Χαλβάη ή να σαλπάρετε για τον Ωκεανό του Γαλάζιου Ζελέ. Για καλό και για κακό, πάρτε μαζί σας και ένα αντίτυπο του βιβλίου μου “Ο κύριος Ζαχαρίας και η κυρία Γλυκερία”».
Ήρωες: «Οι ήρωες των βιβλίων μου δε διακρίνονται ούτε για τη μυϊκή τους δύναμη ούτε για την τεχνολογική τους υπεροχή. Δεν είναι κραταιοί και παντοδύναμοι. Είναι, ως επί το πλείστον, ευάλωτοι, εύθραυστοι, αντιμέτωποι με έναν ακατάληπτο κόσμο. Αυτό που επιδιώκουν είναι να ξεπεράσουν τους περιορισμούς της ύπαρξής τους. Ο Τουρτούρι ο χιονάνθρωπος δεν θέλει να λιώσει (“Ο Χιονάνθρωπος και το Κορίτσι”), ο Αχυρούλης το σκιάχτρο ονειρεύεται να πετάξει (“Το Όνειρο του Σκιάχτρου”), το άλογο του σκακιού να καλπάσει σε ένα λιβάδι με τετράφυλλα τριφύλλια (“Οι Δραπέτες της Σκακιέρας”), ο Ιγνάτιος ο ποντικός να φάει μια γάτα (“Ο Ιγνάτιος και η Γάτα”) και ο Θάνος το κολοκυθάκι να δείρει έναν μανάβη (“Φρουτοπία”). Δεν έχει σημασία αν τα καταφέρνουν ή όχι. Σημασία έχει ότι προσπαθούν. Η αδυναμία τους είναι ταυτόχρονα και η δύναμή τους.
Όσο για τις ηρωίδες, κάθε άλλο παρά παθητικές είναι. Δεν περιμένουν από κάποιον πρίγκιπα ή κυνηγό τη λύτρωση, τη δικαίωση και τη λύση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν. Για παράδειγμα, η πριγκίπισσα Ρηνούλα παίρνει στα χέρια τη μοίρα της, αποτινάσσει τα πριγκιπικά της προνόμια και επιλέγει να αυτοδιαχειριστεί την ελευθερία της (“Πλατς Μουτς”), ενώ η Κοκκινομπλουτζινίτσα προσποιείται ότι εντυπωσιάζεται τόσο πολύ από την υποκριτική ικανότητα του λύκου να παριστάνει τη γιαγιά της και τον ενθαρρύνει να γίνει ηθοποιός στο Χόλιγουντ»**.
Θεός: «Κάτι σαν συγγραφέας- αγαπάει όλους τους ήρωές του, καλούς και κακούς, επειδή ο ίδιος τους δημιούργησε και είναι απαραίτητοι για την πλοκή του έργου του».
Ιστορία: «Όπως άλλωστε όλοι
θα ήθελα κι εγώ να έχω
μια δική μου πόλη.
Μια πόλη τόσο δα μικρή
που να χωράει
σε ένα χάρτινο κουτί.
Μια πόλη περιβόλι
χωρίς εξατμίσεις και τσιμέντα
με λουκουμένια σπίτια
και δρόμους από μέντα.
Κι όποτε με ξεκουφαίνουνε
οι κόρνες και τα κομπρεσέρ,
όποτε με καταδιώκουν
νταλίκες και τρακτέρ,
να μπαίνω στο κουτί,
να ζω στην πόλη μου εκεί».
Καθημερινότητα: «Βαρετή και άχαρη, όταν τη βιώνεις επιφανειακά. Κρύβει, όμως, άπειρες παρήγορες στιγμές, οάσεις, μυστικές πτυχές και συναρπαστικές σκηνές που, επειδή είμαστε συνήθως βιαστικοί ή αδιάφοροι, περνούν απαρατήρητες».
Λάθη: «Τα λάθη που κάνω όταν σημειώνω κάτι βιαστικά ή παρατηρώ όταν διορθώνω δοκίμια βιβλίων μου, μού δίνουν ιδέες για ιστορίες. Είχα δει σε ένα τυπογραφικό δοκίμιο τη λέξη “λυκοπατάτες” αντί “γλυκοπατάτες” και αυτό μου έδωσε την έμπνευση για πατάτες που, όταν τις τρως, γίνεσαι λύκος. Μια φορά, αντί να γράψω “Ακαρνανία”, είχα γράψει “Ακαναρινία”, με αποτέλεσμα να εμπνευστώ μια ιστορία που διαδραματίζεται στη Χώρα χωρίς Καναρίνια και μια άλλη φορά, αντί να γράψω “εστιατόριο”, είχα γράψει “εστιαγόριο” που μου έδωσε την ιδέα για ένα εστιατόριο δράκων όπου οι δράκοι παραγγέλνουν και τρώνε αγοράκια».
Μπαούλο: «Τα μπαούλα, ιδίως τα ξεχασμένα σε σκονισμένες σοφίτες, μπορεί να κρύβουν μπαμπούλες, μπορεί όμως να κρύβουν και θησαυρούς. Αν δεν τα ανοίξεις, ποτέ δε θα το μάθεις. Εγώ, ας πούμε, μια φορά άνοιξα ένα μπαούλο που φοβόμουνα ότι περιείχε μπαμπούλα και βγήκε από μέσα μια μπαλαρίνα».
Ντολμαδάκια: «Όταν κυκλοφόρησαν “Τα 88 Ντολμαδάκια”, μερικές νοικοκυρές αγόραζαν κατά λάθος το βιβλίο πιστεύοντας ότι περιλαμβάνει συνταγές για ντολμαδάκια. Άλλες νοικοκυρές, πάλι, μου έστελναν ντολμαδάκια σε τάπερ. Ένα από αυτά, μάλιστα, το είχαν στείλει στο τηλεοπτικό στούντιο κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξής μου με τον Βασίλη Βασιλικό. Πρόκειται για μία από τις σπάνιες περιπτώσεις βιβλίου που εμπνέει τους αναγνώστες να συμβάλλουν απευθείας στη διατροφή του συγγραφέα».
Ξαφνιάζομαι: «Ξαφνιάζομαι κάθε φορά που ένας κοκκινογένης πειρατής πηδάει από το παράθυρο του γραφείου μου. Ξαφνιάζομαι όταν ένα ιπτάμενο κρουασάν από τον Κρόνο προσγειώνεται στον κήπο μου. Ξαφνιάζομαι ακόμα όταν μια γαλάζια φάλαινα με καταπίνει την ώρα που κολυμπάω στον Ωκεανό των Γιασεμιών».
Ουράνιο τόξο: «Ακόμα αναζητώ το όγδοο χρώμα του».
Παιχνίδια: «Δύο ήταν τα αγαπημένα μου παιχνίδια. Ένας ακροβάτης που, όταν πίεζες έναν μοχλό, έκανε τούμπες. Δυστυχώς, χάθηκε. Ίσως να τον κλέψανε, μπορεί να έφυγε μόνος του και να κάνει τώρα τούμπες σε κάποιο μυστικό τσίρκο στη Χώρα των Χαμένων Παιχνιδιών. Το δεύτερο ακόμα υπάρχει. Είναι ένα μουσικό ανθρωπάκι με κίτρινο σκούφο και μπέρτα και τα γόνατα διπλωμένα κάτω από τα χέρια του – που κρύβει στην καρδιά του μια μικρή μουσική. Όταν το κουνάς, ηχεί ένα καμπανάκι. Ξέρω ότι το κυνηγούν οι δράκοι της σιωπής. Γι’ αυτό μόνο με κλειστά παράθυρα και κλειδωμένες πόρτες επιτρέπεται να το κουνάω».
Ρομπότ: «Τα προϊόντα που παράγει μαζικά το εκπαιδευτικό μας σύστημα».
Σκοτάδι: «Αρκεί μια πυγολαμπίδα για να το καταργήσει».
Ταυτότητα: «Αγαπημένη ξένη γλώσσα: Σοκολατινικά.
Αγαπημένο μεταφορικό μέσο: Ιπτάμενος ανεμόμυλος.
Αγαπημένο χρώμα: Το χρώμα των κυκλάμινων στο φεγγαρόφωτο.
Αγαπημένο ποτό: Βυσσινάδα με παγάκια από δροσοσταλίδες.
Αγαπημένο άθλημα: Ποδοσφαιροφώσφορο (παίζεται τα βράδια με ένα τόπι που φωσφορίζει)».
Υπνος: «Για έναν ευχάριστο ύπνο, φοράω συνήθως πιτζάμες στο χρώμα του φεγγαριού με μοβ ρίγες και τσέπες γεμάτες νυχτολούλουδα. Βοηθάει, επίσης, και ένα μυστικό ονειροδρόμιο στο κομοδίνο μου στο οποίο προσγειώνονται κάθε βράδυ ιπτάμενες μηλόπιτες και ηλιοπεταλούδες».
Φόβοι: «Δε με νοιάζει τίποτα εκτός από τους τουνελόδρακους, τα φερμουαρόφιδα, τους ηφαιστειόσαυρους και τις ανθρωποφάγες μπανιέρες».
Χαρτοπόλεμος: «Ένα κοριτσάκι, μετά από μια εκδήλωση στον ΙΑΝΟ, μού χάρισε μια φούχτα χαρτοπόλεμο με μια συλλαβή γραμμένη σε κάθε μικροσκοπικό κομματάκι. Μου ψιθύρισε στο αυτί ότι, αν τοποθετήσω τα κομματάκια προσεκτικά στη σωστή σειρά, σύμφωνα με τα χρώματα του ουράνιου τόξου, θα μπορέσω να διαβάσω τι μου έγραφε».
Ψηφίζω: «Αψηφώ».
Ωρα να…: «Έφτασε η ώρα να συζητήσουμε
όλοι μαζί, παρέα,
θέματα βαθυστόχαστα, σπουδαία!
– Γιατί λιγοστεύουνε τα καναρίνια;
– Γιατί όταν λυχνάρια τρίβεις
δε βγαίνουνε πια τζίνια;
– Γιατί πέφτουν ένα ένα
στις λάσπες τα ιπτάμενα χαλιά;
– Γιατί δεν καρπίζει πια
η χρυσή η μουσμουλιά;
Και το πιο σπουδαίο
απ’ όλα ακόμα:
– Πώς να δώσουμε ξανά
στον χρόνο, χρώμα!».
* INFO: «Η τελευταία μαύρη γάτα»: ΘΕΑΤΡΟ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΟΡΝ, «Η Δόνα Τερηδόνα και το μυστικό της γαμήλιας τούρτας»: ΠΑΡΑΜΥΘΟΧΩΡΑ, «Το όνειρο του σκιάχτρου»: ΘΕΑΤΡΟ ΟΛΥΜΠΙΟΝ, Θεσσαλονίκη.
• Μόλις κυκλοφόρησε, σε συνεργασία με τον Παναγιώτη Ράππα, το πρώτο e-book του Ευγένιου Τριβιζά με τίτλο «Το Ποπ Κορν που έγινε Ποπ Σταρ» από την εταιρεία Ever After Tales (διαθέσιμο στο Apple Store και Google play).
• Βιβλία του Ευγένιου Τριβιζά που θα κυκλοφορήσουν το επόμενο χρονικό διάστημα:
_ «Το αυγό που δε σπάει ποτέ», εκδόσεις Ψυχογιός
_ «Όπου φύγει, φύγει!», εκδόσεις Ίκαρος
_ «Το κουμπί που κρύωνε», εκδόσεις Καρυδάκη
_ «Το σάντουιτς του γίγαντα», εκδόσεις Διάπλαση
_ «Το πιο όμορφο κυκνάκι», εκδόσεις Διάπλαση
_ «Ο άνθρωπος που αγόρασε τον ουρανό», εκδόσεις Μίνωας
Διαβάστε τη συνέντευξη, ακούγοντας πέντε αγαπημένα τραγούδια του Ευγένιου Τριβιζά:
– «Dueto buffo di due gati», Gioacchino Rossini
– «Μίλα μου για μήλα», Σταύρου Παπασταύρου
– «The Roses Of Success», Sherman Brothers (“Chitty Chitty Bang Bang” soundtrack)
** Η Κοκκινομπλουτζινίτσα ανέβηκε τη σκάλα και προχώρησε στην κάμαρα της γιαγιάς. Εκεί στο λυκόφως, είδε τη γιαγιά ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Της φάνηκε κάπως αλλιώτικη.
– Δε μου λες, γιαγιά, γιατί έχεις τόσο μεγάλα μάτια; ρώτησε.
– Έβαλα λίγο παραπάνω μέικ απ απ’ ό,τι έπρεπε, παιδί μου!
– Και γιατί έχεις τόσο μεγάλα αυτιά;
– Ξεχειλώσανε επειδή μου αρέσει να φοράω βαριά σκουλαρίκια!
– Και γιατί έχεις τόσο μεγάλα δόντια;
– Για να σε τραγανίσω πιο καλά, παιδί μου. Δεν είμαι η γιαγιά σου! Στραβομάρα έχεις; Λύκος είμαι!
– Σοβαρολογείς;
– Ποτέ μου δε μίλησα πιο σοβαρά!
– Τς! Τς! Τς! Καταπληκτικό!
– Τι εννοείς «καταπληκτικό»;
– Εσύ, παιδί μου, έχεις σπάνιο υποκριτικό ταλέντο. Χαραμίζεσαι να τρως γιαγιάδες.
Ηθοποιός πρέπει να γίνεις! Παίζεις το ρόλο της γιαγιάς άψογα. Από ποια δραματική σχολή αποφοίτησες;
– Αυτοδίδακτος είμαι! Αλλά βέβαια δεν μπορώ να πω, έχω εμφανιστεί και στη σκηνή. Όταν ήμουν λυκόπουλο, είχα παίξει τον Λυκούργο σε μια παράσταση στο λύκειο. Μια άλλη φορά έπαιξα τον Ελύκο τον Όγδοο, αλλά δυστυχώς μετά την πρεμιέρα έφαγα όλους τους κριτικούς.
Ποτέ δε μου το συγχωρέσανε οι συνάδελφοί τους. Μήπως θέλεις ένα αυτόγραφο;
– Ασφαλώς! Για φαντάσου! Ούτε που υποψιάστηκα ότι δεν είσαι η γιαγιά μου! Εσύ, παιδί μου, με έναν καλό σκηνοθέτη θα μπορούσες να σαρώσεις όλα τα Όσκαρ.
(απόσπασμα από την «Κοκκινομπλουτζινίτσα»)
Πηγή: Καθημερινή
της Ιωάννας Μπλάτσου
Last modified: 15 Μαρτίου 2015