Ράγισε το «γλυκύ έαρ» σε χίλια κομμάτια. Σπάθισε η απόγνωση το φως, το κατάτμησε σε μικρές σταγόνες, του επέβαλλε δυσβάσταχτη φορολογία ώστε να μην αντέχουν το βάρος του μήτε τα σύννεφα και να το ρίχνουν σιγοκλαίγοντας στις κεφαλές των εσταυρωμένων Ελλήνων. Ξύδι και χολή, οι μέρες μας. Των παθών και των λαθών, οι επί ενάμιση χρόνο αδιαπραγμάτευτες διαπραγματεύσεις μας…
Η χώρα που λογχίζει καθημερινά τους πολίτες της, λάμπει με φώτα δανεικά σαν την εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα «φτηνή». Ταλαντευόμενη πάνω σε δανεικούς κοθόρνους αναζητά ένα νέο προστάτη για να την «προστατεύσει» εκπορνεύοντάς την πιότερο, από τα χέρια του «θεσμού» που τη χαράκωσε. Στραφταλίζει η ασχήμια της, ζέχνει η αποφορά της, μυρίζει πείνα, εξαθλίωση και άνευ όρων συνθηκολόγηση το χνώτο της.
Μα αυτός ο έρμος ο «νυμφίος» δεν έρχεται αν και τον αναμένουν με αναμμένες τις λαμπάδες της παραμονής ή της διαδοχής στην εξουσία, ένα σωρό μωρές πολιτικές παρθενεταίρες. Κάνοντας υπολογισμούς εκ του προχείρου, κυλιόμενες στο βόρβορο του χοίρου.
Οι ακόλουθοι κι οι «μαθητές», ενδεδυμένοι το μανδύα του πληβείου, μαζευόμαστε κόσμιοι και μίζερα μετρημένοι σε παραλιακά καφέ και πέριξ κοσμικών σημείων, διαπιστώνοντας πως στην Ελλάδα της ένδειας, όλα τα έχουμε στερηθεί-πλην των καφεσυναθροίσεων. Εναλλακτικοί κουλτουριάρηδες, με τα βιβλία που διαβάσαμε στα νιάτα μας και ξεφτιλίσαμε στα κακογερασμένα -άντα μας, νομίζουμε εσφαλμένα πως μπορούμε ακόμη να ξεκαρφώνουμε τους ήλους από τις παλάμες μας. Πως, όταν με τους φίλους μας πίνουμε και φιλοσοφούμε, ομηρικώ τω τρόπω, κάνουμε (έναν ακόμη) νηστικό δείπνο. Μόνο που, κατά παράδοση, αυτό με τους εν κύκλω «συντρόφους», καταλήγει στη ρητορική διαπίστωση «ένας από εσάς θα με προδώσει» και την παραδοχή πως «προτού αλέκτωρ λαλήσει τρις» θα απαρνηθούμε όσα πιστεύαμε πως είχαν τη μέγιστη αξία. Λιποτάκτες των ιδεών, κιοτήδες της αξιοπρέπειας, προδότες των αξιών και των αξίων.
Στο όρος των ελαιών, έρμαιοι των ανελέητων, αφηνόμαστε να συλληφθούμε και να συληθούμε. Να συρθούμε -αιμόφυρτοι από τον πολυετή στέφανο εξ ακανθών- προς απολογία για την πρότερη ανοχή μας στην πολιτική ανομία, μπροστά σε κάθε Σόιμπλε – Καϊάφα. Οι ντόπιοι Πιλάτοι, με τον καθένα μας «πελάτη», απλά νίπτουν τας χείρας τους.
Τον Ιησού ή τον Βαραββά; Το Σωτήρα ή τον ολετήρα; Τον μειλίχιο ή τον αγριεμένο; Ιδού το μέγα δίλημμα και ο αλλοπαρμένος από την οικονομική σύνθλιψη όχλος, αλαλάζει. Είτε τον έναν επιλέξει, είτε τον άλλον, σαν αποτέλεσμα διαβρωμένο σε δημοψήφισμα της συμφοράς, αυτός που τελικά θα σταυρωθεί, είναι… ο πολίτης!
Φορτωμένος το σταυρό – καθένας μας κουβαλά το δικό του- ανεβαίνει ρακένδυτος τον ίδιο με την πατρίδα Γολγοθά. Μαστιγώνουν τις ράχες του τριτοτέταρτα μνημόνια και θεσμοί – δεσμοί. Ρωμαίοι εκατόνταρχοι τον λογχίζουν και ρωμιοί, τον εμπαίζουν. Σταυρώνεται χρόνια και χρόνια εν μέσω πολιτικών ληστών και πολιτειακών μικροαστών. Ξεπνέει κάθε πένθιμο σα Μεγάλη Παρασκευή δείλι, ενώ γύρω του θρηνούν αναίτια και ανέντιμα εκείνοι οι παλιοί του «σύντροφοι» που σε κάθε εκλογική αναμέτρηση εδώ και χρόνια, «ου γαρ οίδασι τι ποιούσι»…
«Είμαστε, αλήθεια, ζωντανοί οι Έλληνες καθώς μας πήρε τώρα η συμφορά κι έγινε η ζωή μας εφιάλτης; ‘Η μήπως, ζούμε εμείς κι έχει η ζωή πεθάνει;» (Παλλάδας ο Αλεξανδρεύς, 350-400 μ.Χ)
Εσταυρωμένοι δίχως προσμονή ανάστασης είμαστε πλέον οι Έλληνες, καθώς διαπραγματευόμαστε την επιβίωσή μας, με μισέλληνες.
Η αγάπη, είπε ο Χριστός, «ουδέποτε εκπίπτει». Κι όμως, παρειά να στρέψουμε, δεν έχουμε πλέον στα αποστεωμένα μας πρόσωπα. Ούτε δεύτερο χιτώνα, ούτε καν ένα περισσευάμενο συναίσθημα να μοιραστούμε.
Αναρωτήθηκατε άραγε ποτέ ποιο να ήταν το πιο διάσημο φιλί ανά τους αιώνες; ‘Οχι, δεν ήταν του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας. Ούτε καν, στου Ροντέν το γλυπτό.
Μήτε το ύστατο αγκάλιασμα της Σκάρλετ Ο’ Χάρα με τον Ρετ Μπάτλερ, στο «όσα παίρνει ο άνεμος». Ήταν εκείνο του Ιούδα στο Χριστό. Των ηγητόρων στην Ελλάδα.
Σε αγαπώ μα… ΣΕ ΠΡΟΔΙΔΩ!
άρθρο: Μαργαρίτα Ικαρίου
πηγή: tvxs.gr
Last modified: 28 Απριλίου 2016