Written by 14:21 Εκπ/κή Συσπείρωση

Ο μακρινός μας θείος κ. Ούλης με την καντίνα

 

Ο μακρινός μας θείος κ. Ούλης με την καντίνα

Ο Λάζαρος Ούλης προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων. Ο αγανακτισμένος αγρότης από την Ειδομένη άφησε την καντίνα που πουλούσε στα μαύρα σάντουιτς στους φτωχοδιάβολους πρόσφυγες και μετανάστες και έπιασε το τρακτέρ.

Έφτασε ο κόμπος στο χτένι για τον κ. Ούλη, ο οποίος διαρρήγνυε τα ιμάτιά του μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες για τις αποζημιώσεις που περιμένει από τον κ. Κουρουμπλή για τη ζημία του.

Ο Λάζαρος Ούλης είναι γνωστός διαχρονικά. Δεν πρόκειται για έναν τυχαίο αγανακτισμένο αγρότη. Πρόκειται για τον διαχρονικό κ. ανθυποτίποτα της κοινωνίας μας.

Πρόκειται για τον μακρινό μπάρμπα που έχουν όλες οι οικογένειες, για τον οποίο δεν θέλουν και να πολυμιλούν.

Ένα ίζημα στα κατακάθια ενός βόθρου που μετά από διακόσια και πλέον χρόνια έχει ξεχειλίσει, μοιράζοντας την μπόχα του αφειδώς.

Λίγο πριν την επανάσταση του 1821 ο κ. Ούλης ήταν κοτζαμπάσης και αμφιταλαντευόταν εάν θα έπρεπε να στηρίξει την επανάσταση ή να τα «τακιμιάσει» με τους Τούρκους και την Εκκλησία.

Για να βγει από το δίλημμα τα έκανε και τα δύο. Έτσι, όλοι ήταν ευχαριστημένοι και σίγουρα αυτός ήταν χορτάτος.

Αφού με τη δική του συνδρομή κατάφερε το Έθνος να αποτινάξει τον τουρκικό ζυγό, η απελευθερωμένη Ελλάδα τον βρήκε μεγαλοτσιφλικά να πίνει το αίμα των κολίγων με το μπουρί της σόμπας.

Ο χρόνος τρέχει αμείλικτος αλλά ο κ. Ούλης ως άλλος Ντόριαν Γκρέι παραμένει αναλλοίωτος στις αρχές του. Ο πόλεμος τον βρίσκει να κάνει χρυσές δουλειές.

Το πρωί λαδέμπορας, κατάφερνε να επεκτείνει τις εκτάσεις του για ένα σακί μπομπότα και έναν τενεκέ λάδι.

Το βράδυ, άλλες φορές χίτης και άλλες απλά φίλος των Γερμανών βοηθούσε το θεάρεστο έργο τους. Το 1944 τον βρήκε έναν μικρό Μίδα. Λαομίσητο αλλά Μίδα.

Τα επόμενα χρόνια επιδόθηκε στην εκδίωξη της κόκκινης απειλής. Συμπαρατασσόμενος ως γνώσιος «εθνικόφρων» με τους ταγματασφαλίτες φρόντισε να εξαλειφθεί η απειλή των κομμουνιστοσυμμοριτών. Οι δουλειές παράλληλα συνεχίσαν να πηγαίνουν μια χαρά.

Στον μεσοπόλεμο ο κάθε κύριος Ούλης γνώρισε πρώτος την ανάπτυξη. Οι δουλειές άνοιξαν και ο ίδιος είχε άριστες σχέσεις με τον κρατικό κορβανά, ο οποίος τον τροφοδοτούσε διαρκώς με νέα έργα.

Έτσι, το 1967 βρήκε τον μακρινό μας θείο να θέτει εαυτόν στην πρώτη γραμμή της «επανάστασης» των Συνταγματαρχών. Το καθεστώς των Συνταγματαρχών εκτίμησε το εθνοσωτήριο έργο του και δεν τον άφησε παραπονεμένο.

Πέρασαν τα χρόνια όμως, πέρασε και η Χούντα και η αλλαγή συσχετισμών ανάγκασε τον κ. Ούλη να πάει με το ρεύμα.

Έγινε λοιπόν αγροτοσυνδικαλιστής του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας, τοποθετήθηκε από τους τοπικούς βουλευτές επικεφαλής κάποιων αγροτικών συνεταιρισμών που μπορεί να μην παρήξαν κανένα έργο αλλά φούσκωσαν τους λογαριασμούς του και τον έκαναν να θυμηθεί τα ξεχασμένα μεγαλεία του Κάμπου στις αρχές του αιώνα.

Εκτός από το σπίτι του, πλέον είχε και το εξοχικό του με μία «γούρνα» για πισίνα, τη γυναίκα του αλλά και τις Ρωσίδες που πλημμύρισαν τα κωλόμπαρα της επαρχίας μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού.

Επί μία τριακονταετία ο κ. Ούλης περνούσε ζωή και κότα. Ξαφνικά όμως ήρθε ένας Παπανδρέου και έβαλε τη χώρα στα μνημόνια. Και ξαφνικά, οι πολιτικοί που μέχρι πρότινος έπιναν μαζί τσίπουρα στο καφενείο του χωριού, οι οποίοι τον είχαν στα πούπουλα και αυτός με τη σειρά του αποτελούσε τον τοποτηρητή τους, έγιναν προδότες.

Κατάλαβε το λάθος που έκαναν οι άλλοι τόσα χρόνια λοιπόν ο κ. Ούλης και αποφάσισε ότι πρέπει να ενταχθεί στη Χρυσή Αυγή για να ξεβρωμίσει ο τόπος από τα λαμόγια, τους λαθραίους και τους εθνικούς μειοδότες.

Ξέσπασε όμως η προσφυγική και μεταναστευτική κρίση. Και ο κ. Ούλης ως οξύ επιχειρηματικό πνεύμα, σκέφτηκε να εκμεταλλευθεί το μονοπώλιο που θα μπορούσε να δημιουργήσει. Έστησε μία καντίνα, και δώστου σάντουιτς στα πεινασμένα προσφυγόπουλα. Δεν πούλησε και λίγα.

Και εντάξει, πάνω στην αναμπουμπούλα, δεν πρόλαβε να πάρει και ταμειακή μηχανή. Αλλά έκτακτες συνθήκες είναι αυτές. Είχε κάνει την καλή πράξη της ημέρας, τα είχε καλά με τον εαυτό του. Είχε φροντίσει να μην πεθάνουν από την πείνα κάποιες εκατοντάδες άνθρωποι.

Με τα τσοντοκάναλα δεν θα τα είχε καλά. Βγήκε λοιπόν ο χρυσαυγίτης πάλι από μέσα του, ξέρασε ένα «άντε γαμήσου» στον Σρόιτερ και περιμένει τις ενισχύσεις του Κουρουμπλή.

 άρθρο: Ν. Ανδριόπουλος
 

 πηγή: tribune.gr

Last modified: 1 Απριλίου 2016

Close