Ο ΓΕΔΔ είναι αυτός που είχε παραπέμψει τη συναδέλφισσά μας Νατάσα Ορφανοπούλου στο Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο με την κατηγορία της “Άσκησης κριτικής των πράξεων της προϊσταμένης αρχής”. Η συναδέλφισσά μας με βάση την απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου έχει απαλλαγεί από όλες τις κατηγορίες.
O Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης (ΓΕΔΔ) Λέανδρος Ρακιντζής ασκεί τα καθήκοντα του από τις 13 Σεπτεμβρίου 2004 η θητεία του όμως ήταν πενταετής. Σοβαρό ζήτημα έχει δημιουργηθεί κατά πόσο παραμένει νόμιμα στη θέση αυτή, αφού έχει λήξει η θητεία του.
Για αυτό το λόγο στην Ολομέλεια του ΣτΕ παραπέμπεται το ζήτημα της παραμονής του Λέανδρου Ρακιντζή στο αξίωμα του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, μετά τη λήξη της θητείας του το 2009.
Συγκεκριμένα, το Γ΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας με σειρά αποφάσεων του, παρέπεμψε, λόγω σπουδαιότητας, στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, να κριθεί εάν ο Γενικός Επιθεωρητής ∆ηµόσιας ∆ιοίκησης, μετά την λήξη της 5ετους θητείας του στις 14 Σεπτεμβρίου του 2009, παραμένει νόμιμα στην θέση του και ασκεί προσφυγές ενώπιον της Δικαιοσύνης κατά τελεσίδικων αποφάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων που αφορούν σε δημοσίους υπαλλήλους.
Το Γ΄ Τμήμα με πρόεδρο τον Μιχάλη Βηλαρά και εισηγητή τον πάρεδρο Γεώργιο Ζιάμο, δημοσίευσε την τελευταία ημέρα του 2015, σειρά αποφάσεών του (4643/2015, κ.ά.), που αφορούσαν σε προσφυγές, τόσο του κ. Ρακιντζή ο οποίος ζητάει να μετατραπούν προς το αυστηρότερο οι τελεσίδικες πειθαρχικές αποφάσεις σε βάρος δημοσίων υπαλλήλων, αλλά και προσφυγές δημοσίων υπάλληλων που ζητούν να απορριφθούν οι προσφυγές του κ. Ρακιντζή κατά των πειθαρχικών τους αποφάσεων.
Υπενθυμίζεται ότι ο κ. Ρακιντζής τοποθετήθηκε στη θέση του Γενικού Επιθεωρητή ∆ηµόσιας ∆ιοίκησης στις 13 Σεπτεμβρίου του 2004 και η θητεία του έχει λήξει από τις 14 Σεπτεμβρίου του 2009.
Το Γ΄ Τμήμα του ΣτΕ αναφέρει, μεταξύ των άλλων στις αποφάσεις του:
«Δεν είναι κατ’ αρχήν επιτρεπτή, μετά τη λήξη της θητείας του, η συνέχιση της αρμοδιότητάς του να ασκεί προσφυγές ιδίως ενώπιον του ΣτΕ, κατά τελεσίδικων αποφάσεων πειθαρχικών συμβουλίων.
Και είναι μεν ανεκτή η άσκηση της εν λόγω αρμοδιότητας από τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης του οποίου έληξε η θητεία, μόνον όμως εφόσον συντρέχουν συνθήκες όλως εξαιρετικές, οι οποίες καθιστούν αδύνατη την έγκαιρη επιλογή νέου Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης από το υπουργικό συμβούλιο και πάντως, όχι πέραν ενός ευλόγου χρονικού διαστήματος το οποίο κρίνεται κατά τις εκάστοτε συντρέχουσες περιστάσεις».
Το Δημόσιο όμως – αναφέρει το ΣτΕ – δεν επικαλέστηκε λόγους εξαιρετικών συνθηκών, οι οποίες να κατέστησαν αδύνατη την έγκαιρη επιλογή του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, μεταξύ της λήξης της θητείας του και της άσκησης των προσφυγών του ενώπιον της Δικαιοσύνης.
Αντίθετη ερμηνεία του νομοθετικού πλαισίου, η οποία θα επέτρεπε τη χωρίς χρονικό περιορισμό συνέχιση της άσκησης προσφυγών από τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης μετά τη λήξη της θητείας του, «δεν μπορεί να βρει έρεισμα στην αρχή της συνέχειας των δημοσίων υπηρεσιών, δεδομένου ότι η αρμοδιότητά του ανάγεται στον εσωτερικό έλεγχο της Δημόσιας Διοίκησης, αποσκοπεί αποκλειστικά στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος και δεν αφορά, την παροχή υπηρεσιών προς τους πολίτες ή στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους» σημειώνουν οι σύμβουλοι Επικρατείας.
Εξάλλου – όπως αναφέρεται στις δικαστικές αποφάσεις – η διαδικασία επιλογής του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, «ουδόλως προσκρούει σε δυσχέρειες ανάλογες με εκείνες της επιλογής των μελών των ανεξάρτητων αρχών που προβλέπονται στο Σύνταγμα».
Στις αποφάσεις υπήρξαν δύο μειοψηφίες: Η πρώτη μειοψηφία είναι του συμβούλου Επικρατείας Φ. Ντζίμα ο οποίος, υποστήριξε ότι εφόσον συντρέχει εύλογη αιτία αδυναμίας διορισμού νέου Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης από το υπουργικό συμβούλιο, «ως εύλογο χρονικό διάστημα νοείται εκείνο που δεν υπερβαίνει το ήμισυ της θητείας του».
Η δεύτερη μειοψηφία είναι του συμβούλου Επικρατείας Γ. Ποταμία, ο οποίος υποστήριξε ότι μετά την λήξη της θητείας του, ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης δεν μπορεί «να εκφράζει εγκύρως την βούλησή του διοικητικού οργάνου, αλλά ούτε να ασκήσει, κατά το νόμο, οποιαδήποτε από τις αρμοδιότητες του ίδιου του οργάνου και επομένως ούτε προσφυγή ενώπιον του ΣτΕ κατά τελεσίδικών αποφάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων».
Last modified: 4 Ιανουαρίου 2016