Το πρότυπο εκπαιδευτικό του όραμα, η κριτική του ενάντια στο δασκαλοκεντρισμό, οι απόψεις του για το «Νέο Σχολείο», αλλά και οι παιδαγωγικές του αρχές που θέτουν τον μαθητή στο κέντρο της εκπαιδευτικής δραστηριότητας κατέστησαν τον Αλέξανδρο Δελμούζο μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες στον χώρο της νεοελληνικής εκπαίδευσης, με έργο στις παρακαταθήκες του διαχρονικό. Πρωταγωνιστής στα Αθεϊκά του Βόλου έγινε ο δάσκαλος που μίσησε η Εκκλησία αλλά και στα «Μαρασλειακά», εκείνος που στοχοποίησε η επίσημη Πολιτεία ως «εθνικά επιβλαβή». Γεννήθηκε σαν σήμερα 31 Δεκεμβρίου του 1880.
Ο Αλέξανδρος Δελμούζος, μαζί με τον Δημήτρη Γληνό και τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη, επικεφαλής του Εκπαιδευτικού Ομίλου συνεργάστηκαν με τον Ελευθέριο Βενιζέλο για την εφαρμογή της φιλελεύθερης αστικής μεταρρύθμισης στην εκπαίδευση. Στην προσπάθεια τους για τη μεταρρύθμιση οι αντιδράσεις ήταν σφοδρές.
Το νέο σχολείο του Βόλου
Ο Δελμούζος σπούδασε στην Αθήνα και στη Γερμανία. Μόλις ολοκλήρωσε τις σπουδές του, διορίστηκε διευθυντής στο παρθεναγωγείο Βόλου [1908] . Ως διευθυντής, εισήγαγε πρώτος τη δημοτική γλώσσα και τις αρχές του σχολείου εργασίας. Το πείραμα του Αλέξανδρου Δελμούζου στο Σχολείο του Βόλου κατέληξε στη Δίκη του Ναυπλίου (1914), όπου οι κατηγορίες για αθεΐα, έλλειψη πατριωτισμού και ανηθικότητα ενορχήστρωναν την αντίδραση των παραδοσιακών δυνάμεων. Αθώωθηκε.
Σε ηλικία μόλις 28ετών, ο Δελμούζος το 1908 σχεδιάζει από το μηδέν ένα νέου προσανατολισμού σχολείο στο Βόλο, επηρεασμένος από τα γερμανικά προοδευτικά παιδαγωγικά ρεύματα, αλλά και σοσιαλιστικές επιρροές. Στοιχεία του η εστίαση στα νεότερα χαρακτηριστικά της ελληνικότητας, η θρησκευτική διδασκαλία μετ’επιφυλάξεων για το ρόλο της Εκκλησίας, φιλελεύθερο στις παιδαγωγικές προσεγγίσεις, πολιτισμικά εκσυγχρονισμένο και με την καινοτομία της διδασκαλίας στη δημοτική.
Η νεοτερικότητα του Δελμούζου ερέθισε αμέσως τα συντηρητικά στοιχεία και την ηγεσία της Εκκλησίας του Βόλου. Στις 2 Μαρτίου 1911 ιερείς της πόλης του Βόλου αλλά και τοπικοί φορείς και προσωπικότητες οργανώνουν εκστρατεία κατά του σχολείου που «σκανδαλίζει» τα χρηστά ήθη τους. Οργανώνεται συλλαλητήριο. Το σχολείο κλείνει και ο Δελμούζος παραπέμπεται σε δίκη. Χαρακτηριστικό του κλίματος της εποχής είναι ότι εκείνες τις μέρες στη Βουλή λαμβάνει χώρα μία θυελλώδης αντιπαράθεση που καταλήγει στην υπερψήφιση του άρθρου του Συντάγματος που επέβαλε την καθαρεύουσα ως επίσημη γλώσσα του κράτους.
Τα Μαρασλειακά
Υπήρξε ένας από τους ιδρυτές του Εκπαιδευτικού Ομίλου και από το 1917 ως το1920, ανώτατος επόπτης της Δημοτικής εκπαιδεύσεως. Το1923, μετά την πτώση του Βενιζέλου, ανέλαβε τη διεύθυνση του Μαρασλείου Διδασκαλείου. Η θητεία του θα σημαδεύονταν από τα «Μαρασλειακά», με τη Δικαιοσύνη να παρεμβαίνει για αντι-εθνισμό.
Τα «Μαρασλειακά», η δυσάρεστη δηλαδή έκβαση και η τελική ακύρωση των προσπαθειών για την εποικοδομητική λειτουργία του Μαράσλειου Διδασκαλείου (1923) και της Παιδαγωγικής Ακαδημίας (1924), ήταν το δεύτερο κρούσμα που ενέτεινε το αρνητικό κλίμα που είχε δημιουργηθεί από τις αποτυχημένες απόπειρες στην εκπαίδευση.
Αφορμή για την νέα εκπαιδευτική διαμάχη ήταν η απόφαση του Αλέξανδρου Δελμούζου να διορίσει ως διδάσκουσα Ιστορίας τη Ρόζα Ιμβριώτη, που μόλις είχε ολοκληρώσει τις σπουδές της στο Βερολίνο και στο Παρίσι και είχε επιστρέψει στην Ελλάδα προς αναζήτηση εργασίας.
Η ιστορική μέδοθος και οπτική Ιβριώτη ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων, με επικριτές της να της καταλογίζουν ότι δίδασκε την ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 χωρίς να υπογραμμίζει την εποποιία του έθνους και να αναδεικνύει την αρραγή ενότητα της εθνικής κοινότητας. Όπως υποστήριζαν η Ιμβριώτη συζητούσε την Επανάσταση του 1821 στο πλαίσιο της ανάπτυξης των εθνικών ιδεολογιών κατά τον 19ο αιώνα ενώ παράλληλα εστίαζε στην κοινωνική δυναμική της επαναστατικής διαδικασίας και εντόπιζε τις απαρχές της συγκρότησης της εθνικής ιδεολογίας στην άνοδο ελληνόφωνων αστικών στρωμάτων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Οι διαστάσεις που πήρε το θέμα στις συζητήσεις της εκπαιδευτικής κοινότητας της εποχής αλλά και στον Τύπο, οδήγησαν στην παρέμβαση της Δικαιοσύνης. Χαρακτηριστικό είναι το σχετικό δημοσίευμα της τότε Εστίας : «Την επίθεσή της η «Εστία» την άρχισε μ ένα κύριο άρθρο. Κοινωνικό σκάνδαλο! Μέσα σε δυο ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα (Παιδαγωγική Ακαδημία και Μαράσλειο) γίνεται αντεθνική εργασία! Εκεί «υπονομεύονται» τα τιμιότατα της φυλής! Εκεί ονομάζονται σάπια τα ιδανικά της πατρίδας, κουρελόπανο η σημαία μας! Εκεί βρίζεται η… Παναγία!».
Τελικά η Δικαιοσύνη εξετάζοντας τις καταγγελίες περί «αντεθνικής διδασκαλίας» και σύνδεσης της με «κομουνιστικό δάκτυλο», καταδίκασε την απόφαση Δελμούζου με το αιτιολογικό ότι η Ιμβριώτη ήταν γυναίκα. «Εάν καθηγήτριαι είναι ικαναί να διδάσκουν Ιστορίαν και δη εις Διδασκαλεία, δεν έχομεν ανάγκην άλλων μακρών αποδείξεων. Μας αρκεί το γεγονός ότι εν Ιταλία απηγορεύθη κατά το τέλος του 1926 να διδάσκουν γυναίκες εις πάντα τα δημόσια σχολεία μέσης εκπαιδεύσεως Φιλοσοφίαν, Ιστορίαν και Λογοτεχνίαν… Μόνον το ανδρικόν πνεύμα είναι ικανόν να δονήση και να συγκινήση την ψυχήν των μαθητών και να κάμη αυτούς να αισθανθούν και να κατανοήσουν τους μεγάλους του κόσμου σοφούς, τα σπουδαία σύγχρονα θρησκευτικά, πολιτικά, κοινωνικά γεγονότα ή ρεύματα, ώστε ν” αποβώσιν οι αγαθοί κυβερνήται της αύριον, οι οποίοι θα δημιουργήσουν τα εθνικά μεγαλουργήματα. Ο κ. Δελμούζος αντιθέτως εκάλεσε γυναίκα διά να διδάξη την Ιστορίαν εις το Μαράσλειον»., ήταν το πόρισμα που οδήγησε τη δεύτερη απόπειρα καινοτόμας εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του Δελμούζου στο κενό.
Έργα του: Σαν παραμύθι, Δημοτικισμός και παιδεία, Πρώτες προσπάθειες στη Μαρασλειο, Το πρόβλημα της φιλοσοφικής σχολής, Παιδεία και κόμμα,κ.α.
Πέθανε στην Αθήνα το 1956.
Γιατί έγινα δάσκαλος
Το παρακάτω κείμενο είναι απόσπασμα από το Γράμμα σ’ ένα φίλο μου, που έγραψε ο Αλέξ. Δελμούζος το 1921.
Ξαναγυρίζοντας τότε στα περασμένα έφερνα επίμονα εμπρός μου τα παλιά σχολικά μου χρόνια. Ζητούσα τη δική μου ψυχή, μα δεν την έβρισκα στο σχολείο, παρά στο σπίτι και στο περιβόλι μας ή έξω στα βουνά, στο λόγκο και στα χωράφια. Χίλιες δυο σκηνές και επεισόδια έπαιρναν για μένα νόημα και σημασία. Με πόσο κόπο και φροντίδα έχτιζα στο περιβόλι μας μια καλύβα με πλίθρες, που τις είχα χύσει με το μικρότερο αδερφό μου, όπως έβλεπα να κάνουν και οι αληθινοί χτίστες. Μια καλύβα σωστή με σκεπή, με πόρτα και παράθυρο, όλα καμωµένα µε τα χέρια µας. Και δίπλα το δικό µας περιβολάκι, ένα κοµµάτι θησαυρό για µας µέσα στο µεγάλο µε τις βραγιές, τους δροµάκους, τα δέντρα και τα λουλούδια του. ∆έντρα και λουλούδια που τα είχαµε φυτέψει µε τα χέρια µας και τα βλέπαµε µέρα την ηµέρα να µεγαλώνουν, να µπουµπουκιάζουν, ν’ ανοίγουν άνθη και να δένουν καρπούς. Πόση υποµονή και φροντίδα, τι συµµετρία χρειαζόταν, για να γίνει η Αγια-Σοφιά ή το καράβι για τα κάλαντα! Και όµως το δικό µας ήταν πάντα από τα πλουσιότερα και τα πιο ωραία…
Έβλεπα αργότερα εµπρός µου τον ίσιο και µονότονο ερηµικό δρόµο µε τις θλιµµένες ελιές και τα βαριά βουνά. Ώρες ολόκληρες περπατούσαµε εκεί µε το στοχαστικό και αδύνατο φίλο, και σε ατέλειωτες σοβαρές συζητήσεις αντικρίζαµε τα µεγάλα προβλήµατα του κόσµου ζητώντας τη λύση τους. Ο Παρνασσός, το θεόρατο βουνό µε τα χιόνια του, τα πυκνά του δάση και τους απόκρηµνους βράχους του, µε τις νεράιδες και τα στοιχειά του, δεν είχε µείνει για µένα το άγριο µόνο και µυθικό βουνό. Κάποτε µ’ ένα φίλο µου φεύγοντας κρυφά από το σπίτι, µε τρεις δραχµές και σαρανταπέντε λεπτά τη µόνη µας περιουσία, γύριζα µια εβδοµάδα κάθε του ράχη και κάθε του γωνιά. Και θυµόµουν πως ξαναγυρίζοντας στο σπίτι είχα τ’ άσπρα λινά παπούτσια µου κουρέλι µονάχο, την ψυχή όµως, µε όλο τον τρόµο για την τιµωρία που µε περίµενε, γεµάτη από εντυπώσεις κι οµορφιά. Και µήπως, ποια ράχη και ποια γωνιά από τ’ άλλα γύρω βουνά µου έµεινε κρυµµένη την Κυριακή που πήγαινα µε άλλα παιδιά κυνηγώντας τάχα, ή κάποτε και καθηµερινή, όταν τα µαθήµατα βάραιναν πάρα πολύ;
Κοίταζα τα περασµένα κι έβλεπα ένα παιδί ολοζώντανο µε πηγαία ενδιαφέροντα άλλοτε να παίζει τρελά και άλλοτε ανήσυχο και ακούραστο να δοκιµάζει, να σκέπτεται, να συνδυάζει, να επιχειρεί, να συγκεντρώνεται ώρες και µέρες σε δικά του προβλήµατα, να διψά τη γνώση και το φως. Και τώρα; Άκουα φιλοσοφία και άλλα µαθήµατα στο ξένο πανεπιστήµιο, και όπου κατόρθωνα να συγκεντρωθώ και να προσέξω, τα καθηγητικά λόγια µου ξέφευγαν σα να ‘ταν ιερογλυφικά σηµεία. Και όµως είχα ζήσει παιδί ακόµα στο δικό µου κόσµο και µε το δικό µου τρόπο κάτι απ’ αυτά που έφταναν τώρα στ’ αυτιά µου. Ποιο χέρι πήρε ένα θεόρατο σφουγγάρι κι’ έκαµε την ίδια ψυχή τάµπουλα ράζα, τι της στέγνωσε έτσι κάθε δροσιά;
Κι έβλεπα τότε ξέχωρα από το δικό µου κόσµο ένα πελώριο και άδειο κτίριο, σωστό «νησί των νεκρών», αποκλεισµένο µε ψηλά, πυκνά και µαύρα κυπαρίσσια απ’ όλη τη ζωή. Ήταν το ελληνικό σχολείο και το γυµνάσιο, όπου είχα περάσει εφτά χρόνια, πέντε και έξι ώρες την ηµέρα. Αν από το δηµοτικό δε µου είχαν αποµείνει παρά ένα δυο σκηνές και µια θολή εικόνα, το νησί των νεκρών το ξαναζούσα ολόκληρο: Το παιδί του Παρνασσού ακούει Γεωγραφία. Ο σχολάρχης, µην µπορώντας να περπατήσει, καθόταν στην έδρα του µε µια βέργα µακριά. Ένας χάρτης κρεµόταν κοντά του στον πίνακα, κι εκεί φώναζε ένα ένα τα παιδιά µε ονόµατα ειδικά το καθένα: «κουτσουκέρα γίδα» ή «ρούσικο στιβάλι» ή «καλαπόδι» και άλλα παρόµοια. Τα φώναζε να ειπούν και να δείξουν το µάθηµα. Αλίµονο αν ξεχνιόταν ένα ποτάµι της Αµερικής ή ο αριθµός των κατοίκων από κάποια πόλη της. Η βέργα έπεφτε βροχή µαζί µε τις βρισιές. Κι αυτό ήταν το µόνο που συγκέντρωνε την προσοχή όλων µας. Μόλις τελείωνε όµως και φώναζε για µάθηµα άλλο παιδί, γυρίζαµε αµέσως στη δουλειά µας. Άλλοι διάβαζαν κλεφτά κάτω από το θρανίο το παρακάτω, άλλοι παίζαµε µε κλωτσιές αθόρυβες, ώσπου να συγκεντρωθούµε πάλι µε νέο ξύλο και νέες βρισιές. Και συλλογιζόµουν τώρα τη Γεωγραφία που την είχα όλη µάθει απ’ έξω. κι έβρισκα µονάχα πλήθος αριθµούς και ατέλειωτα µπερδεµένα ονόµατα από ποταµούς, βουνά και πόλεις… Το µικρό ταχτικό καλλιεργητή του δικού του περιβολιού τον έπαιρνε η σχολική φυτολογία και η διδασκαλία της. Αποστήθιζε πώς αναπτύσσονται και ζουν τα φυτά, διάβαζε για «ύπερους, στήµονας, θρίδακας16» και τα παρόµοια, και δεν καταλάβαινε τίποτα, άν και ήτανε τα ίδια φυτά και λουλούδια, που τόσο τ’ αγαπούσε και τα φρόντιζε στο σπίτι του. Και την άλλη µέρα θα το έλεγε το µάθηµα νεράκι, αν τον «έβγαζε έξω» ο δάσκαλος, ένας άνθρωπος αγέλαστος µε µεγάλη επιβολή, αλλά και µε µάτι που δεν του ξέφευγε τίποτα. Σ’ αυτόν ήµαστε αρνάκια- αρνάκια όµως που έτρεµαν και παπαγάλιζαν ή µάθαιναν το πολύ ορθογραφία και κάποια σύνταξη.
Last modified: 31 Δεκεμβρίου 2015