Η ειδική εκπαίδευση αποτελεί μια όψη του εκπαιδευτικού συστήματος που συγκεντρώνει ένα πλήθος ζητημάτων, τα οποία τολμώ να πω ότι δημιουργούν την αίσθηση πως ο τομέας αυτός εσωκλείει και συμπυκνώνει εντάσεις που μέχρι τώρα δεν έχουν βρει τρόπους εκτόνωσης.
Επιτρέψτε μου να προβώ σε ακόμη μία απόπειρα εξήγησης του συγκρουσιακού αυτού χώρου συζητώντας ποια είναι τα κύρια ζητήματα που τον προσδιορίζουν και εν πολλοίς τον ετεροκαθορίζουν στο πλαίσιο του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος.
Οι μύθοι που τον κατατρέχουν είναι τόσο πολλοί και δεν είναι εύκολο να γίνει μια συνοπτική παρουσίασή τους. Κατ’ αρχάς, έχει διατυπωθεί ότι η ειδική εκπαίδευση αφορά μόνο τους ανάπηρους μαθητές/τριες.
Κάτι τέτοιο δεν ευσταθεί αν εξετάσουμε τα συμπεράσματα των σχετικών με το θέμα ερευνών, οι οποίες αναφέρουν ότι στην ειδική εκπαίδευση καταλήγουν μαθητές/τριες που έχουν διάφορα και διαφορετικά κοινωνικά χαρακτηριστικά πέραν της αναπηρίας.
Είναι οι λεγόμενοι «μαθητές/τριες με μαθησιακές δυσκολίες» ή «ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες». Με το να συνδέουμε άκριτα την αναπηρία με τις μαθησιακές δυσκολίες δεν καταφέρνουμε να αποτυπώσουμε το εύρος των πολιτικών σε έναν μαθητικό πληθυσμό που μπορεί να υπάρξει στην εκπαίδευση και εμποδίζεται να το κάνει αυτό λόγω οικονομικών, κοινωνικών και πολιτισμικών συνθηκών και όχι λόγω βιολογικών και ατομικών κοινωνικών χαρακτηριστικών.
Επίσης, είναι λάθος να συνδέουμε αποκλειστικά την ειδική εκπαίδευση με τα ειδικά σχολεία. Οι σύγχρονες πολιτικές έχουν αποδείξει ότι μπορούν να συμπεριλάβουν ένα μεγάλο εύρος μαθητών/τριών στα γενικά σχολεία.
Παράλληλα, είναι μύθος να θεωρούμε ότι οι ανάπηροι μαθητές/τριες a priori έχουν μαθησιακές δυσκολίες.
Το δίλημμα γενικό ή ειδικό σχολείο δεν αφορά τους ίδιους τους μαθητές/τριες, αλλά κυρίως σχετίζεται με τα χαρακτηριστικά του εκπαιδευτικού συστήματος, το οποίο είναι υπεύθυνο για την ύπαρξη διαχωρισμών και αποκλεισμών κάθε λογής.
Ενα πολύ σημαντικό ζήτημα προς εξέταση είναι το κατά πόσο η διδασκαλία συνδέεται με τη φροντίδα στο ελληνικό σχολείο. Οι εκπαιδευτικοί είναι φορείς γνώσης ή κυρίως εκ των πραγμάτων είναι φορείς φροντίδας;
Πώς συνδέεται η σύγκλιση αυτή με το ευρύτερο οικονομικό και πολιτικό σκηνικό; Και αν υπάρχουν απαντήσεις στο παραπάνω ερώτημα, τότε σε ποιον βαθμό κατανοούμε ότι τα σχολεία είναι κυρίως τόποι κοινωνικότητας και όχι μόνο κέντρα παραγωγής και αναπαραγωγής της γνώσης;
Επισημαίνονται τα παραπάνω για να δειχτεί ότι σε κάθε περίπτωση η ειδική εκπαίδευση μπορεί να συνομιλήσει με τα γενικότερα ζητήματα που απασχολούν το εκπαιδευτικό σύστημα και όχι μόνο.
Μέχρι τώρα το θεσμικό πλαίσιο προωθεί τους διαχωρισμούς, δηλαδή σχεδιάζονται διαφορετικοί νόμοι για τη γενική και διαφορετικοί νόμοι για την ειδική εκπαίδευση, σαν να αποτελούν δύο παράλληλους κόσμους που ποτέ δεν τέμνονται, γεγονός το οποίο δεν επιβεβαιώνεται αν εξετάσουμε τα στοιχεία που αφορούν την κινητικότητα μαθητών/τριών και εκπαιδευτικών και πολιτών στον σύγχρονο, ραγδαία μεταβαλλόμενο κόσμο.
Συνεπώς, μια πρόταση θα ήταν να αναπτυχθεί ένας διάλογος που θα οδηγούσε στη σχεδίαση ενός ενιαίου νόμου για τη γενική και ειδική εκπαίδευση, ενός πλαισίου που θα ρυθμίζει εκπαιδευτικά θέματα λαμβάνοντας υπόψη την ενίσχυση ενός ανοιχτού σχολείου όπου τα μέρη του δεν θα παρουσιάζονται με έναν στατικό τρόπο.
Να ενισχυθεί και να αναγνωριστεί δηλαδή ο εκπαιδευτικός πλουραλισμός και οι μαθητές/τριες να έχουν τη δυνατότητα της χρήσης ευέλικτων μορφών εκπαίδευσης που δεν τους προ-καθορίζουν σε ένα και μόνο εκπαιδευτικό πλαίσιο.
Η λογική τού «οι μεν από δω και οι δε από κει» το μόνο που καταφέρνει είναι να αποξενώνει τύπους βιοσημείωσης και να ενισχύει τα στερεότυπα για το πώς αναμένεται να συμπεριφερθούν στον χώρο της εκπαίδευσης μαθητές/τριες με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, παρουσιάζοντας τα εμπόδια ως αποτέλεσμα προσωπικής-ατομικής ευθύνης και όχι ως ένα συλλογικό ζήτημα που πρέπει να απασχολεί όλη την εκπαιδευτική κοινότητα.
Αν βάλουμε σε κίνηση την παραπάνω λογική τότε η ειδική εκπαίδευση θα αποτελέσει οργανικό μέρος της εκπαίδευσης, απόλυτα συνδεδεμένο με τις ανάγκες του γενικού σχολείου και της κοινωνίας.
Μέχρι τώρα η ειδική εκπαίδευση στην Ελλάδα αρχίζει και τελειώνει στην ενίσχυση εν τέλει των ειδικών σχολείων, τα οποία λειτουργούν ως κέντρα συγκέντρωσης μαθητών/τριών που βρίσκονται εκεί σε μια διαρκή κατάσταση αναμονής λύσεων, αδύναμοι να διαπραγματευτούν τους εαυτούς τους με τους σύγχρονους κοινωνικούς όρους της άνευ όρων αποδοχής της διαφορετικότητας όλων μας.
Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί αν εμμένουμε στην ενίσχυση των διαχωριστικών δομών που εμποδίζουν την κυκλοφορία και διάχυση ιδεών και πρακτικών.
* δρ. Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, εκπαιδευτικός
Last modified: 10 Ιουνίου 2015