«Δεν πρόκειται να ρίξουμε άλλο χρήμα, είστε βαρέλι δίχως πάτο».
Η φιλόστοργος δήλωση Σόιμπλε φέρνει στο προσκήνιο ένα αλλοτινό, γνώριμο στους παλαιότερους, παιδικό παιχνίδι:
«Ένα λεπτό κρεμμύδι, γκέο βαγκέο/ Ενα λεπτό κρεμμύδι, φράξε βαγκέο».
Τα παιδιά χωρίζονται σε δύο αντικρουόμενες και διαπληκτιζόμενες μεταξύ τους ομάδες: «Σας δίνουμε, σας δίνουμε, μια όμορφη κοπέλα», ξεκινούσε η πρώτη ομάδα. «Μας δίνετε, μας δίνετε μια παλιοκατσιβέλα», απαντούσε η δεύτερη.
«Σας δίνουμε, σας δίνουμε, φλουρί κωνσταντινάτο», επέμενε η πρώτη ομάδα. «Μας δίνετε, μας δίνετε, βαρέλι δίχως πάτο».
«Σας δίνουμε, σας δίνουμε, ένα τσουβάλι λίρες.»/ «Μας δίνετε, μας δίνετε, ένα τσουβάλι ψείρες.»
Και κάπως έτσι το παιχνίδι συνεχιζόταν με τη δεύτερη ομάδα σταθερά να αμφισβητεί τις προσφορές της πρώτης ομάδας, έως ότου, προς το τέλος, ακούγεται: «Αυτό είναι χάρισμά σας στα μούτρα τα δικά σας».
Ποιος φανταζόταν ότι το αμέριμνο εκείνο παιχνίδι έκρυβε τα στοιχεία της παρανόησης, της ακύρωσης, της υπονόμευσης, της αυτο- και ετερο-εξαπάτησης, που δραπετεύοντας από το άλλοτε και αλλού έρχονται σήμερα να συνοψίσουν δραματικά το «εδώ και τώρα».
Δεν υπάρχει τίποτα τόσο φανταστικό όσο η πραγματικότητα.
Το σύνδρομο Tina (there is no alternative, δεν υπάρχει εναλλακτική λύση) έχει δώσει τη θέση στο ακόμη πιο καταστρεπτικό «Never Enough» (τίποτα δεν αρκεί). Κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο… Ο,τι και να δώσεις, όσα μέτρα κι αν παρθούν, και πάλι δεν είναι αρκετά.
«Φταίμε» σπεύδουν να πουν με προθυμία ορισμένοι, όμως είναι τουλάχιστον ασέβεια και ύβρις να κραδαίνεις το λάβαρο της ενοχοποίησης πάνω από συντρίμμια.
…Οσες λίρες κι αν είχες να δώσεις ως ψείρες θα εισπράττονται και ως παλιοκατσιβέλες οι όμορφες (όσες είχες) κοπέλες. Μη μιλάς λοιπόν, βούλωσ’ το, προσηλώσου στις επόμενες θυσίες, στα επόμενα μέτρα. Ο δρόμος της εξιλέωσης είναι μακρύς.
Δεν υπάρχει, για τον Θεό, ένα άλλο παιχνίδι, ένας άλλος κανόνας παιχνιδιού;
Ενας ανθρωπολόγος πρότεινε στα παιδιά μιας αφρικανικής φυλής ένα παιχνίδι: Τοποθέτησε ένα καλάθι γεμάτο ζουμερά φρούτα δίπλα σ’ ένα δέντρο και είπε στα παιδιά ότι όποιο από αυτά φτάσει πρώτο στο καλάθι θα πάρει όλα τα φρούτα. Οταν τους έδωσε το σινιάλο για να τρέξουν, πιάστηκαν χέρι-χέρι και ξεκίνησαν να τρέχουν όλα μαζί. Υστερα κάθισαν σ’ έναν κύκλο για να φάνε τα φρούτα.
Όταν ρώτησε τα παιδιά γιατί το έκαναν αυτό, αφού κάποιο από αυτά θα μπορούσε να είχε καρπωθεί όλα τα φρούτα, τα παιδιά απάντησαν «Ubuntu», που σημαίνει: «Δεν μπορούμε να είμαστε χαρούμενοι αν έστω ένας από εμάς είναι στεναχωρημένος!».
Η λέξη «Ubuntu» στη γλώσσα τους σημαίνει επινοώ, κατασκευάζω, συν-ενώνω κάτι σαν «Υπάρχω γιατί υπάρχουμε».
Μια ανοίκεια λέξη κι ένα άγνωστο σ’ εμάς, μέσα στην παγκοσμιοποιημένη, αγριεμένη, αγριευτική πραγματικότητα, παιχνίδι.
Μα τι λέω; Eίναι ποτέ δυνατόν; Σας βλέπω να χαμογελάτε με το ουτοπικό της πρότασης. Με ειρωνεία και συγκατάβαση. Κι όμως, αν δεν πιστέψεις σήμερα στην ουτοπία μιας άλλης εκδοχής ζωής έχεις τελειώσει. Αν δεν εμψυχωθείς από την πίστη σε μια διαφορετική δυνατότητα ύπαρξης και συνύπαρξης μένεις αγκαλιά με το ήδη γνωστό. Κι αυτό μυρίζει σήψη, και μούχλα, και θάνατο.
Και τα όνειρα πολλοί τα αγνόησαν και τα χλεύασαν, τον θάνατο ουδείς.
Άρθρο της Φωτεινής Τσαλίκογλου
συγγραφέας, καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Last modified: 24 Μαΐου 2015