Λευκές κόλλες σε μαύρο μέλλον
Πληθαίνουν οι μαθητές, κυρίως από τα λαϊκά στρώματα (γόνοι αγροτών, εργατών, μικροϋπαλλήλων κ.λπ.), που γυρίζουν την πλάτη στη σχολική εκπαίδευση, η οποία δεν μπορεί πλέον να τους προσφέρει επαγγελματικές προοπτικές.
Κάθε χρόνο, τόσο τα υψηλά ποσοστά χαμηλών βαθμολογιών που καταγράφονται στις πανελλαδικές εξετάσεις, όπου περίπου το 1/3 των εξετασθέντων γράφουν κάτω από τη βάση, όσο και τα βαθμολογικά «ναυάγια» (χιλιάδες εξετασθέντες δίνουν σχεδόν λευκή κόλλα) πριμοδοτούν την ανάπτυξη μιας δημόσιας συζήτησης γύρω από την εξήγηση του φαινομένου. Ωστόσο, τα τελευταία 2-3 χρόνια η συζήτηση για τις επιδόσεις των μαθητών έχει «πάρει φωτιά» καθώς ένα μεγάλο τμήμα εκπαιδευτικών επισημαίνει ότι υπάρχει μια ποιοτική διαφορά σε σχέση με το κοντινό παρελθόν
Οι εκπαιδευτικοί υποστηρίζουν ότι έχουν πληθύνει οι «μαθητές των τελευταίων θρανίων», δηλαδή τα παιδιά εκείνα που νωρίς έχουν εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια, ενώ από την άλλη είναι φανερή διά γυμνού οφθαλμού η συρρίκνωση της ομάδας των μαθητών που πασχίζει για καλά σχολικά αποτελέσματα. Δεν είναι λίγοι μάλιστα εκείνοι που υποστηρίζουν ότι, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, που συνδέονται με την οικονομική κρίση και τις συνέπειές της στις οικογένειες των μαθητών και στην υποχρηματοδότηση της εκπαίδευσης, το ελληνικό σχολείο τείνει να μεταλλαχθεί σε μια «βιομηχανία» ενός ιδιόμορφου αναλφαβητισμού.
Παράλληλα την ίδια ώρα έχει ανοίξει ένα μεγάλο, αγεφύρωτο χάσμα. Χάσμα στις βαθμολογίες, χάσμα στις προσδοκίες! «Άλογα κούρσας» και «ουραγοί»! Παράδοξο και πρωτότυπο; Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια αυτή η κατάσταση παγιώνεται. Τι συμβαίνει; Σαν να αντανακλά η ίδια η κοινωνία πάνω στην κίνηση των βάσεων. Μια κοινωνία όπου οι φτωχοί γίνονται φτωχότεροι και οι πλούσιοι πλουσιότεροι. Και στη μέση, σμπαραλιασμένα τα μεσαία στρώματα.
Δίπλα στα όλο και λιγότερα «άλογα κούρσας» με τα 18άρια και τα 19άρια που τινάζουν τις επιδόσεις στον αέρα, διαμορφώνονται οι «ουραγοί», μια μεγάλη ομάδα (ίσως η μεγαλύτερη μετά τη Μεταπολίτευση) παιδιών, κυρίως από τα λαϊκά στρώματα (γόνοι αγροτών, εργατών, μικροϋπαλλήλων κ.λπ.) οι οποίοι έχουν γυρίσει την πλάτη στη σχολική εκπαίδευση σαν απάντηση στο γεγονός ότι η τελευταία δεν έχει πλέον να τους προσφέρει αυτό που απλόχερα, στο πεδίο των επαγγελματικών προοπτικών, πρόσφερε στο παρελθόν.
Πριν από περίπου 30 χρόνια, την ακαδημαϊκή χρονιά 1981/82, σύμφωνα με τις αντιλήψεις της συντριπτικής πλειονότητας των φοιτητών/τριών που απάντησαν στην ερώτηση «νομίζετε ότι στη σημερινή ελληνική κοινωνία τα άτομα έχουν τη δυνατότητα να μεταπηδούν σε μια κοινωνική τάξη ανώτερη από αυτή στην οποία βρίσκονται οι γονείς τους;» η καταφατική απάντηση συγκέντρωσε συνολικά το 95% των φοιτητών/τριών. Στην ερώτηση «με ποιους τρόπους επιτυγχάνεται η κοινωνική άνοδος στη σημερινή ελληνική κοινωνία;» φοιτητές και φοιτήτριες θεωρούσαν την περίοδο αυτή τη μόρφωση κύριο μέσο κοινωνικής ανόδου, εννοώντας βέβαια ότι οι πανεπιστημιακές σπουδές, ειδικότερα, συντελούν στην κοινωνική άνοδο.
Πρόκειται, βέβαια, για πεποίθηση που «χρωστούσε» τα οικοδομικά υλικά του σχηματισμού της σε εκείνη την περίοδο (και ακόμη προγενέστερα) στην οποία, πράγματι, η εκπαίδευση διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στην ένταξη εκατοντάδων χιλιάδων νέων από όλα τα κοινωνικά στρώματα στις πολλαπλές νέες θέσεις εργασίας που «αναφύονταν» κατά χιλιάδες. Οι πανεπιστημιακοί τίτλοι και τα διπλώματα αποκτούν την ίδια περίοδο τη λειτουργία που είχαν παλαιότερα οι «τίτλοι ευγενείας» για την κατάληψη μιας ευνοημένης επαγγελματικής θέσης και φυσικά μαγνητίζουν, ιδιαίτερα, εκείνα τα τμήματα του πληθυσμού που προσπαθούν να «σπρώξουν» τα παιδιά τους -μέσω της εκπαίδευσης- στην «άλλη» πλευρά του λόφου, εκεί όπου απουσιάζουν η χειρωνακτική εργασία, η ανασφάλεια και τα χαμηλά εισοδήματα. Η εκπαίδευση για τους φτωχούς και μεσαίους αγρότες της εποχής ήταν μια επένδυση για τα παιδιά τους προστατευμένη από τον πληθωρισμό που φλόγιζε την ελπίδα να τα δουν να περάσουν στην άλλη όχθη, στα μεσαία και ανώτερα στρώματα. «Να φύγει», «να σπουδάσει», «να γίνει δάσκαλος, γιατρός, καθηγητής, δημόσιος υπάλληλος», «χορτάρι να βοσκήσω, αλλά να σπουδάσει». Η ιδεολογία της κοινωνικής ανόδου αποκτά αυτή την περίοδο μια άνευ προηγουμένου εμβέλεια.
Είκοσι οκτώ χρόνια αργότερα, σήμερα, τα πράγματα έχουν αλλάξει σημαντικά. Μιλάμε για ανατροπή στις καταστάσεις, στα δεδομένα και στις πεποιθήσεις. Το «κλειδί του παραδείσου», το πανεπιστήμιο, που την προηγούμενη περίοδο πρόβαλε σαν το σκαλοπάτι που έπρεπε ν” ανέβουν τα παιδιά των λαϊκών οικογενειών για να «αποκατασταθούν-εξασφαλιστούν», δεν υπάρχει πια. Τα πτυχία έχουν χάσει την αποτελεσματικότητα που είχαν στο παρελθόν ως μέσα επαγγελματικής προώθησης καθώς η ολοένα και αυξανόμενη ανεργία «σαρώνει» όλων των ειδών τους τίτλους, ιδιαίτερα όταν δεν συνοδεύονται από υψηλή καταγωγή, «δίκτυο σχέσεων-γνωριμιών» και «κληρονομικά δικαιώματα». Ακόμη παραπέρα. Σε αντίθεση με το παρελθόν όχι μόνο το παιδί μιας εργατικής ή αγροτικής οικογένειας με το πτυχίο της φιλολογίας ή κάποιου τμήματος της Παντείου ή της Νομικής δεν έχει εγγυημένη επαγγελματική προοπτική, αλλά και το παιδί μιας οικογένειας εκπαιδευτικών ή δημοσίων υπαλλήλων ή μικροεμπόρων με το πτυχίο στο χέρι είναι πιθανόν να έχει καθοδική κοινωνική κινητικότητα, να βρεθεί, δηλαδή, σε χειρότερη θέση επαγγελματικά, κοινωνικά, οικονομικά από τους γονείς του οι οποίοι είχαν πετύχει ανοδική κοινωνική τροχιά στην προηγούμενη γενιά.
Είναι απαραίτητο να σημειώσουμε εδώ ότι αυτή η πραγματικότητα σημαίνει και την αναίρεση οποιασδήποτε εγγυημένης δυνατότητας ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας μέσα από την πρόσβαση στον εκπαιδευτικό μηχανισμό, γεγονός που οδηγεί στη σταδιακή διάλυση των παραδοσιακών αντιλήψεων που συγκροτούνταν γύρω από τον εκπαιδευτικό μηχανισμό. Ακυρώνεται έτσι ένα ολόκληρο φάσμα κοινωνικών προσδοκιών, συγκροτημένο εδώ και αρκετές δεκαετίες για τη δυνατότητα εργασιακής απασχόλησης μέσα από την πρόσβαση στην εκπαίδευση και τα διαπιστευτήριά της. Οι προσδοκίες, βέβαια, αυτές την τελευταία 15ετία δέχθηκαν απανωτά χτυπήματα από την εργασιακή αβεβαιότητα, την ετεροαπασχόληση, την υποαπασχόληση, τη μισθολογική υποβάθμιση.
Κάτι για το τέλος, για να μην ξεχνιόμαστε. Η μπαταρία που φόρτιζε την πρώτη μεταπολιτευτική δεκαετία τη σχέση με το σχολείο και τη γνώση των παιδιών από τα λαϊκά στρώματα είχε δύο πόλους: Ο ένας πόλος συνδεόταν με το γεγονός ότι η Αριστερά είχε διεισδύσει βαθιά στη νεολαία και μαζί είχε διεισδύσει και η καλή της σχέση με τα «γράμματα». Ένα μεγάλο τμήμα των μαθητών της περιόδου εκείνης, όσοι κατάφερναν και ξέφευγαν από τους φανερούς και ενισχυμένους ταξικούς φραγμούς, θεωρούσαν τη γνώση δύναμη ανατροπής που συνδεόταν με ένα νήμα με τα «πληθωριστικά» όνειρα για αλλαγή του κόσμου. Γι” αυτό ένα μεγάλο τμήμα τους θριάμβευε σχολικά. Ο άλλος πόλος συνδεόταν με το γεγονός ότι οι εκπαιδευτικοί τίτλοι οδηγούσαν κατευθείαν σε εργασία. Αυτό πριμοδοτούσε τις προσδοκίες καθώς «άναβε» το πράσινο φως για «επαγγελματική αποκατάσταση» σε ένα τοπίο κοινωνικής κινητικότητας.
Του Χρήστου Κάτσικα
Last modified: 30 Ιανουαρίου 2013